Μπες και Δες

Δεν είναι πάντα στη ζωή μας απαραίτητα τα χρήματα, μπορούμε να προσφέρουμε στον συνάνθρωπό μας και με λίγη καλή θέληση. Χρήματα μπορεί να μην υπάρχουν, όμως πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι που θα χαρίσουν λίγα χαμόγελα… Μάθε για την ομάδα μας … Βοήθησε και εσύ ……

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Η πρώτη θυγάτηρ του Θεού είναι η ελεημοσύνη, αυτή η ελεημοσύνη κατέπεισε τον Θεό και έγινε άνθρωπος, για να σώσει τον άνθρωπο..

Ο φούρναρης γκρίνιαζε συνέχεια στην γυναίκα του που πήγαινε στις εκκλησίες και έδινε στους φτωχούς και στους εράνους. Μια μέρα, εκεί που έβγαλε το ζεστό ψωμί και μοσχοβόλησε η γειτονιά, ήρθε και στάθηκε στην πόρτα του ένας φτωχος.

- Αφεντικό, όλα αυτά τα ψωμιά είναι δικά σου;
... - Αμ΄ τίνος να'ναι;
- Και δεν τα τρως;
- Βρε φύγε από δω!
- Δώσε μου και μένα ένα ψωμάκι που πεινάω.

- Φύγε σου είπα, παράτα με.
- Αφεντικό!
- Φεύγεις ή δεν φεύγεις;
- Αφεντικό! Παρακαλούσε ο φτωχός...

Δεν πρόλαβε να τελειώσει, και ο φούρναρης πετάει ένα ψωμί στο κεφάλι του. Έσκυψε ο φτωχός και το ψωμί τον πήρε ξυστά και έπεσε παραπέρα. Τρέχει, το αρπάζει, κάθεται σε μια γωνιά και το τρώει... Ο φούρναρης όλη μέρα ήταν νευριασμένος για τον γρουσούζη επισκέπτη και το ψωμί που έχασε. Ας τολμήσει να ξανάλθει, έλεγε!

Τη νύχτα, κάπου δύο μετά τα μεσάνυχτα, πετάγεται ο φούρναρης από τον ύπνο του τρομαγμένος και καταϊδρωμένος.
- Γυναίκα, σήκω, ξύπνα. Φέρε μου μία φανέλα να αλλάξω και να σου πω… Γυναίκα, πέθανα λέει, και μαζεύτηκαν γύρω μου Άγγελοι και διάβολοι. Ποιoς να πάρει την ψυχή μου. Σε μια μεγάλη ζυγαριά όλο και πρόσθεταν οι τρισκατάρατοι τα κρίματά μου. Και ο ζυγός βάρυνε και βάρυνε και οι Άγγελοι δεν είχαν τίποτα να βάλουν και λυπόντουσαν. Σε μια στιγμή, ένας Άγγελος φωνάζει: Το ψωμί! Αυτό που χόρτασε τον πεινασμένο. Βάλτε το στον άλλο ζυγό. Οι διάβολοι επαναστάτησαν: Το ψωμί δεν το έδωσε. Το έριξε να σπάσει το κεφάλι του φτωχού. Και απάντησαν οι Άγγελοι: Όμως χόρτασε τον πεινασμένο και εκείνος έδωσε την ευχή του. Και που λες γυναίκα μου, εκείνο το ψωμί έκανε και έγειρε η ζυγαριά αντίθετα και σώθηκα. Το λοιπόν, δίνε, δίνε και μη σταματάς. Και εγώ θα δίνω. Αχ, και να ξανάρθει εκείνος ο φτωχός!

Επιτέλους το κατάλαβε και ο φούρναρης ότι κερδίζει όταν δίνει.
Εμείς όμως; Το έχουμε καταλάβει;
Μήπως φοβόμαστε να δώσουμε;
Μήπως η "κρίση" μας βούλιαξε στην ολιγοπιστία;

Μήπως είναι καιρός να αρχίσουμε να γινόμαστε και λίγο χριστιανοί;;;
Και να πιστεύουμε ακλόνητα, πως όταν δίνουμε, αντί να φτωχαίνουμε, πλουτίζουμε.
Ας το αποδείξουμε εμπράκτως. Κάποιοι άνθρωποι έχουν ανάγκη και περιμένουν έστω και ένα κομμάτι ψωμί...

Φίλοι μου, μην ξεχνάτε ότι: Η πρώτη θυγάτηρ του Θεού είναι η ελεημοσύνη, αυτή η ελεημοσύνη κατέπεισε τον Θεό και έγινε άνθρωπος, για να σώσει τον άνθρωπο..

Ο τυφλός ψαράς




Απόστολος και Ευαγγέλιο Κυριακής ΙΔ΄ Λουκά


Απόστολος προς Εφεσίους ε΄, 8-19

8 Ἦτε γάρ ποτε σκότος, νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ· ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε·
9 ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃκαὶ ἀληθείᾳ·
10 δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ.
11 Καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε·
12 τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ' αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν·
13 τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸφανερούμενον φῶς ἐστι.
14 Διὸ λέγει· ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός.
15 Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ' ὡς σοφοί,
16 ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι.
17 Διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦΚυρίου.
18 Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι,
19 λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς,ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ,

Μετάφραση

8 διότι ἤσαστε κάποτε σκοτάδι, ἂλλὰ τώρα εἶσθε φῶς ἐν Κυρίῳ· νὰ φέρεσθε σὰν παιδιὰ τοῦ φωτός
9 – διότι ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματος φανερώνεται μὲ κάθε καλωσύνην, δικαιοσύνην καὶ ἀλήθειαν –
10 νὰ ἐξετάζετε τί εἶναι εὐάρεστον εἰς τὸν Κύριον,
11 καὶ μὴ ἐπικοινωνῆτε μὲ τὰ ἔργα τὰ ἄκαρπα τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ νὰ τὰ ἐλέγχετε,
12 διότι ἐκεῖνα ποὺ γίνονται ἀπ’ αὐτοὺς κρυφὰ εἶναι ἐντροπὴ καὶ νὰ τὰ ἀναφέρῃ κανείς.
13 Ἀλλὰ κάθε τι ποὺ ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὸ φῶς γίνεται φανερόν, καὶ κάθε τι ποὺ φανερώνεται εἶναι φωτεινόν.
14 Διὰ τοῦτο σοῦ λέγει, Σήκω ἐπάνω σὺ ποὺ κοιμᾶσαι καὶ ἀναστήσου ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ ὁ Χριστὸς θὰ σὲ φωτίσῃ.
15 Προσέχετε λοιπὸν πῶς ἀκριβῶς φέρεσθε, ὄχι ὡς ἄσοφοι ἀλλ’ ὡς σοφοί,
16 ἐπωφελούμενοι τοῦ χρόνου, διότι αἱ ἡμέραι εἶναι πονηραί.
17 Διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες ἀλλὰ νὰ κατανοῆτε ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.
18 Καὶ νὰ μὴ μεθᾶτε μὲ κρασί, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἀσωτία, ἀλλὰ νὰ γεμίζετε ἀπὸ Πνεῦμα
19 καὶ νὰ μιλᾶτε μεταξύ σας μὲ ψαλμούς, ὕμνους καὶ ἄσματα πνευματικά, καὶ νὰ ἄδετε καὶ ψάλλετε μὲ τὴν καρδιά σας εἰς τὸν Κύριον·

Ευαγγέλιο κατά Λουκά ιη΄, 35-43

35 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἱεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν·
36 ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.
37 Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται.
38 Καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με·
39 καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷμᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με.
40 Σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν.ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν
41 λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω.
42 Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
43 Καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.

Μετάφραση

35 Καθὼς ἐπλησίαζε εἰς τὴν Ἱεριχώ, ἕνας τυφλὸς ἐκαθότανε κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ ζητιάνευε.
36 Ὅταν ἄκουσε νὰ περνᾷ πολὺς κόσμος, ἐρώτησε τί συμβαίνει.
37 Τοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος διαβαίνει.
38 Τότε ἐφώναξε, «Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησέ με».
39 Ἐκεῖνοι ποὺ προηγοῦντο, τὸν ἐπέπλητταν διὰ νὰ σιωπήσῃ· ἀλλὰ αὐτὸς ἐφώναζε πολὺ περισσότερον, «Υἱὲ τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησέ με».
40 Ὁ Ἰησοῦς ἐσταμάτησε καὶ διέταξε νὰ τοῦ τὸν φέρουν.
41 Ὅταν αὐτὸς ἐπλησίασε, τὸν ἐρώτησε, «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;». Ἐκεῖνος δὲ εἶπε, «Κύριε, θέλω νὰ ξαναϊδῶ».
42 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Ξανάβλεψε· ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε».
43 Καὶ ἀμέσως ἀπέκτησε τὸ φῶς του καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε δοξάζων τὸν Θεόν. Καὶ ὅλος ὁ λαός, ὅταν τὸν εἶδε, ἐδόξασε τὸν Θεόν.

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Απόστολος και Ευαγγέλιο Αγίου Νικολάου Μύρων Λυκίας Θαυματουργού 06.12.2013

Απόστολος, προς Εβραίους ΙΓ’ 17-21

17 Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες· ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες· ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο.
18 Προσεύχεσθε περὶ ἡμῶν· πεποίθαμεν γὰρ ὅτι καλὴν συνείδησιν ἔχομεν, ἐν πᾶσι καλῶς θέλοντες ἀναστρέφεσθαι.
19 Περισσοτέρως δὲ παρακαλῶ τοῦτο ποιῆσαι, ἵνα τάχιον ἀποκατασταθῶ ὑμῖν.
20  δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης,  ἀναγαγὼν ἐκ νεκρῶν τὸν ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν ἐν αἵματι διαθήκης αἰωνίου, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν,
21 καταρτίσαι ὑμᾶς ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ εἰς τὸ ποιῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ, ποιῶν ἐν ὑμῖν τὸ εὐάρεστον ἐνώπιον αὐτοῦ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ,   δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

Μετάφραση

17 Νὰ ὑπακούετε καὶ νὰ ὑποτάσσεσθε εἰς τοὺς προϊσταμένους σας, διότι αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν διὰ τὰς ψυχάς σας, σὰν ἄνθρωποι ποὺ θὰ δώσουν λόγον γιὰ σᾶς. Ἂς κάνουν αὐτὸ μὲ χαρὰν καὶ ὄχι ἀναστενάζοντες, πρᾶγμα ποὺ δὲν θὰ ἦτο πρὸς τὸ συμφέρον σας.
18 Προσεύχεσθε γιὰ μᾶς, διότι εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι ἔχομεν ἀγαθὴν συνείδησιν, ἀφοῦ θέλομεν νὰ συμπεριφερώμεθα καλὰ σὲ κάθε περίπτωσιν.
19 Σᾶς παρακαλῶ νὰ τὸ κάνετε αὐτὸ μὲ μεγαλύτερον ζῆλον διὰ νὰ ἀποδοθῶ πάλιν σ’ ἐσᾶς τὸ ταχύτερον.
20 Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης ὁ ὁποῖος ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς τὸν μέγαν ποιμένα τῶν προβάτων, τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν, μὲ τὸ αἷμα αἰωνίου διαθήκης, εἴθε νὰ σᾶς κάνῃ τελείους εἰς κάθε καλὸν ἔργον, ὥστε νὰ κάνετε τὸ θέλημά του.
21 Ἂς ἐνεργῇ αὐτὸς μέσα σας τὸ εὐάρεστον ἐνώπιόν του διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ευαγγέλιο κατά Λουκα ΣΤ’ 17-23

17 καὶ καταβὰς μετ᾿ αὐτῶν ἔστη ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολὺ τοῦλαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς παραλίου Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἳ ἦλθονἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν,
18 καὶ οἱ ὀχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, καὶ ἐθεραπεύοντο·
19 καὶ πᾶς  ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις παρ᾿ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας.
20 Καὶ αὐτὸς ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔλεγε· ακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτιὑμετέρα ἐστὶν  βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
21 μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι χορτασθήσεσθε. Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε.
22 Μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
23 Χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ σκιρτήσατε· ἰδοὺ γὰρ  μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τῷ οὐρανῷ· κατὰ τὰαὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς προφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν.

Μετάφραση

17 Καὶ κατέβηκε μαζί τους καὶ ἐστάθηκε εἰς ἕνα τόπον πεδινὸν ὅπου ἦσαν πολλοὶ μαθηταί του καὶ πολὺς κόσμος ἀπὸ ὅλην τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν παραλίαν τῆς Τύρου καὶ Σιδῶνος,
18 οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει διὰ νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὶς ἀρρώστειες τους καὶ ὅσοι ἐνωχλοῦντο ἀπὸ πνεύματα ἀκάθαρτα, ἐθεραπεύοντο.
19 Καὶ ὅλος ὁ κόσμος ἐζητοῦσε νὰ τὸν ἀγγίξῃ, διότι ἔβγαινε ἀπὸ αὐτὸν δύναμις καὶ τοὺς ἐθεράπευε ὅλους.
20 Τότε ἐσήκωσε τὰ μάτια του πρὸς τοὺς μαθητάς του καὶ ἔλεγε, «Μακάριοι εἶσθε σεῖς οἱ πτωχοί, διότι δική σας εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
21 Μακάριοι εἶσθε σεῖς ποὺ τώρα πεινᾶτε, διότι θὰ χορτάσετε. Μακάριοι εἶσθε σεῖς ποὺ τώρα κλαῖτε, διότι θὰ γελάσετε.
22 Μακάριοι εἶσθε, ὅταν σᾶς μισήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅταν σᾶς ἀφορίσουν καὶ σᾶς ὀνειδίσουν καὶ δυσφημήσουν τὸ ὄνομά σας ὡς πονηρὸν ἐξ αἰτίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
23 Χαρῆτε τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ πηδῆστε ἀπὸ χαράν, διότι ἡ ἀνταμοιβή σας θὰ εἶναι μεγάλη εἰς τὸν οὐρανόν· τὰ ἴδια ἔκαναν οἱ πατέρες των καὶ εἰς τοὺς προφήτας.


Απόστολος και Ευαγγέλιο Κυριακής ΙΓ΄ Λουκά



Απόστολος και Ευαγγέλιο Κυριακής ΙΓ΄ Λουκά
Απόστολος, προς Γαλατας Δ΄22-27

22 Γγραπται γρ τι βραμ δο υος σχεν, να κ τς παιδσκης κα να κ τς λευθρας.
23 λλ' μν κ τς παιδσκης κατ σρκα γεγννηται, δ κ τς λευθρας δι τς παγγελας.
24 τιν στιν λληγορομενα. αται γρ εσι δο διαθκαι, μα μν π ρους Σιν, ες δουλεαν γεννσα, τις στν γαρ·
25 τ γρ γαρ Σιν ρος στν ν τ ραβίᾳ, συστοιχε δ τ νν ερουσαλμ, δουλεει δ μετ τν τκνων ατς·
26 δ νω ερουσαλμ λευθρα στν, τις στ μτηρ πντων μν.
27 Γγραπται γρ· εφρνθητι στερα ο τκτουσα, ρξον κα βησον οκ δνουσα· τι πολλ τ τκνα τς ρμου μλλον τς χοσης τν νδρα.

Μετάφραση

22 Εἶναι γραμμένον, ὅτι ὁ Ἀβραὰμ εἶχε δύο υἱούς, ἕνα ἀπὸ τὴν δούλην του καὶ ἕνα ἀπὸ τὴν ἐλευθέραν.
23 Ἀλλ’ ὁ υἱὸς τῆς δούλης ἐγεννήθηκε κατὰ τὸν φυσικὸν νόμον, ἐνῷ τῆς ἐλευθέρας ἐγεννήθηκε δυνάμει τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ.
24 Αὐτὰ εἶναι ἀλληγορικά. Αἱ δύο αὐταὶ γυναῖκες εἶναι εἱ δύο διαθῆκαι, ἡ μία ἡ ὁποία προῆλθε ἀπὸ τὸ ὄρος Σινᾶ καὶ γεννᾶ παιδιὰ διὰ δουλείαν·
25 αὐτὴ εἶναι ἡ Ἄγαρ, – διότι ἡ λέξις Ἄγαρ σημαίνει τὸ ὄρος Σινᾶ εἰς τὴν Ἀραβίαν – ἀντιστοιχεῖ δὲ εἰς τὴν σημερινὴν Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία εἶναι δούλη μαζὶ μὲ τὰ παιδιά της.
26 Ἡ ἄνω ὅμως Ἱερουσαλὴμ εἶναι ἐλευθέρα, καὶ αὐτὴ εἶναι μητέρα ὅλων μας,
27 διότι εἶναι γραμμένον, Νὰ εὐφρανθῇς ἐσὺ ἡ στεῖρα, ποὺ δὲν γεννᾶς. Βγάλε φωνὴν καὶ φώναξε ἐσύ, ποὺ δὲν κοιλοπονᾶς, διότι θὰ ἔχῃ περισσότερα παιδιὰ ἡ ἐγκαταλειφθεῖσα παρὰ ἐκείνη ποὺ ἔχει ἄνδρα.

Ευαγγέλιο κατά Λουκά ΙΓ’ 10-17

10 ν δ διδσκων ν μι τν συναγωγν ν τος σββασι.
11 Κα δο γυν ν πνεμα χουσα σθενεας τη δκα κα κτ, κα ν συγκπτουσα κα μ δυναμνη νακψαι ες τ παντελς.
12 δν δ ατν ησος προσεφνησε κα επεν ατ· γναι, πολλυσαι τς σθενεας σου·
13 κα πθηκεν ατ τς χερας· κα παραχρμα νωρθθη κα δξαζε τν Θεν.
14 ποκριθες δ ρχισυνγωγος, γανακτν τι τ σαββτ θερπευσεν ησος, λεγε τ χλ· ξ μραι εσν ν ας δε ργζεσθαι· ν ταταις ον ρχμενοι θεραπεεσθε, κα μ τ μρ το σαββτου.
15 πεκρθη ον ατ Κριος κα επεν· ποκριτ, καστος μν τ σαββτ ο λει τν βον ατο τν νον π τς φτνης κα παγαγν ποτζει;
16 Τατην δ, θυγατρα βραμ οσαν, ν δησεν σατανς δο δκα κα κτ τη, οκ δει λυθναι π το δεσμο τοτου τ μρ το σαββτου;
17 Κα τατα λγοντος ατο κατσχνοντο πντες ο ντικεμενοι ατ, κα πς χλος χαιρεν π πσι τος νδξοις τος γινομνοις π᾿ ατο.

Μετάφραση

10 Ἕνα Σάββατον ἐδίδασκε εἰς μίαν ἀπὸ τὰς συναγωγάς.
11 Καὶ ἦτο ἐκεῖ μιὰ γυναῖκα, ποὺ εἶχε πνεῦμα ἀσθενείας ἐπὶ δέκα ὀκτὼ χρόνια καὶ ἦτο σκυμμένη καὶ δὲν μποροῦσε νὰ σταθῇ ὅλως διόλου ὀρθή.
12 Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Ἰησοῦς, τὴν ἐκάλεσε καὶ τῆς εἶπε, «Γυναῖκα, εἶσαι ἐλευθερωμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια σου»·
13 καὶ ἔβαλε ἐπάνω της τὰ χέρια, αὐτὴ δὲ ἀμέσως ἀνορθώθηκε καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
14 Ἔλαβε τότε τὸν λόγον ὁ ἀρχισυναγωγός, ἀγανακτισμένος διότι ὁ Ἰησοῦς ἐθεράπευσε κατὰ τὸ Σάββατον, καὶ εἶπε εἰς ἐκείνους ποὺ παρευρίσκοντο ἐκεῖ, «Ὑπάρχουν ἕξη ἡμέρες ποὺ ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία· τότε νὰ ἔρχεσθε καὶ νὰ θεραπεύεσθε καὶ ὄχι τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου».
15 Ὁ Κύριος ἀπεκρίθη, «Ὑποκριτά, δὲν λύνει καθένας ἀπὸ σᾶς, κατὰ τὸ Σάββατον, τὸ βόδι του ἢ τὸν ὄνον του ἀπὸ τὸν σταῦλον καὶ τὸν φέρνει νὰ τὸν ποτίσῃ;
16 Αὐτὴ δὲ ποὺ εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὴν εἶχε δεμένη ὁ Σατανᾶς ἐπὶ δέκα ὀκτὼ χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῇ ἀπὸ τὰ δεσμὰ αὐτὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου;».
17 Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ, ὅλοι οἱ ἀντίπαλοί του ἐντροπιάζοντο, ἐνῷ ὅλον τὸ πλῆθος ἔχαιρε δι’ ὅλα τὰ ἔνδοξα πράγματα ποὺ αὐτὸς ἔκανε.



Απόστολος και Ευαγγέλιο Κυριακής ΙΑ' Λουκά, Ελευθερίου Ιερομάρτυρος και Ανθίας

Απόστολος, Β΄ προς Τιμόθεον Α΄ 8-18

8 Μ ον παισχυνθς τ μαρτύριον το Κυρίου μν μηδ μ τν δέσμιον ατο, λλ συγκακοπάθησον τ εαγγελί κατ δύναμιν Θεο,
9 το σώσαντος μς κα καλέσαντος κλήσει γί, ο κατ τ ργα μν, λλ κατ' δίαν πρόθεσιν κα χάριν, τν δοθεσαν μν ν Χριστ ησο πρ χρόνων αωνίων,
10 φανερωθεσαν δ νν δι τς πιφανείας το σωτρος μν ησο Χριστο, καταργήσαντος μν τν θάνατον, φωτίσαντος δ ζων κα φθαρσίαν δι το εαγγελίου,
11 ες  τέθην γ κήρυξ κα πόστολος κα διδάσκαλος θνν.
12 Δι' ν ατίαν κα τατα πάσχω, λλ' οκ παισχύνομαι· οδα γρ  πεπίστευκα, κα πέπεισμαι τι δυνατός στι τν παραθήκην μου φυλάξαι ες κείνην τν μέραν.
13 ποτύπωσιν χε γιαινόντων λόγων ν παρ' μο κουσας, ν πίστει κα γάπ τ ν Χριστ ησο·
14 τν καλν παραθήκην φύλαξον δι Πνεύματος γίου το νοικοντος ν μν.
15 Οδας τοτο, τι πεστράφησάν με πάντες ο ν τ σί, ν στι Φύγελλος κα ρμογένης.
16 Δη λεος  Κύριος τ νησιφόρου οκ, τι πολλάκις με νέψυξε κα τν λυσίν μου οκ παισχύνθη,
17 λλ γενόμενος ν Ρώμ σπουδαιότερον ζήτησέ με κα ερε·
18 δ
η ατ  Κύριος ερεν λεος παρ Κυρίου ν κείν τ μέρ· κα σα ν φέσ διηκόνησε, βέλτιον σ γινώσκεις.

Μετάφραση

8 Ν μ ντραπς, λοιπόν, τν μαρτυρίαν πρ το Κυρίου μας, οτε μέ, τν φυλακισμένον του, λλ κακοπάθησε κα σ δι τ εαγγέλιον μ τν δύναμιν το Θεο,
9 ποος μς σωσε κα μς κάλεσε μ κλσιν γίαν, χι π τ βάσει τν ργων μας, λλ κατ τν δικήν του πρόθεσιν κα χάριν, ποία δόθηκε σ’ μς πρν π λους τος αἰῶνας ν Χριστ ησο,
10 φανερώθηκε δ τώρα δι τς μφανίσεως το Σωτρος μας ησο Χριστο, ποος κατήργησε τν θάνατον, κα φερε ες τ φς ζων κα φθαρσίαν δι το εαγγελίου,
11 δι τ ποον μο νετέθη ν εμαι κρυξ κα πόστολος κα διδάσκαλος τν θνικν.
12 Ατ εναι ατία πο ποφέρω ατ τ παθήματα, λλ δν ντρέπομαι, διότι ξέρω κενον ες τ ποον χω πιστέψει κα εμαι πεπεισμένος, τι εναι δυνατς ν φυλάξ ατ πο το μπιστεύθηκα, ως κείνην τν μέραν.
13 χε ς πόδειγμα γειν διδασκαλιν κενα πο κουσες π μ δι τν πίστιν κα τν γάπην πο χομεν ν Χριστ ησο.
14 Φύλαξε δι το Πνεύματος το γίου, πο κατοικε μέσα μας, τ καλν πο σο χει μπιστευθ Θεός.
15 Γνωρίζει τι λοι πο σαν ες τν σίαν, μ φησαν, μεταξ τν ποίων εναι Φύγελλος κα ρμογένης.
16 Εθε Κύριος ν δώσ λεος ες τν οκογένειαν το νησιφόρου, διότι συχν μ νακούφισε κα δν ντράπηκε τν λυσίδα μου,
17 λλ’ ταν λθε ες τν Ρώμην μ ναζήτησε μ ζλον κα μ ερκε
18 – ε
θε Κύριος ν τν ξιώσ ν βρ λεος π τν Κύριον κατ’ κείνην τν μέραν – κα πόσας πηρεσίας προσέφερε ες τν φεσον, γνωρίζει σ καλύτερα.

Ευαγγέλιο κατά Λουκά ΙΔ’ 16-24

16  δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς·
17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα.
18 Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες.  πρῶτος εἶπεν αὐτῷ·ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε,ἔχε με παρῃτημένον.
19 Καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.
20 Καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.
21 Καὶ παραγενόμενος  δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦταῦτα. τότε ὀργισθεὶς  οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε.
22 Καὶ εἶπεν  δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί.
23 Καὶ εἶπεν  κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶφραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ  οἶκος μου.
24 Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.

Μετάφραση

16 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Κάποιος ἤθελε νὰ παραθέσῃ μεγάλο δεῖπνον καὶ ἐκάλεσε πολλούς.
17 Καὶ ἔστειλε τὸν δοῦλον του κατὰ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου νὰ πῇ εἰς τοὺς καλεσμένους, «Ἐλᾶτε, διότι ὅλα εἶναι πιὰ ἔτοιμα».
18 Ἀλλ’ ἄρχισαν διὰ μιᾶς ὅλοι νὰ δικαιολογοῦνται. Ὁ πρῶτος τοῦ εἶπε, «Ἀγόρασα κάποιο χωράφι καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὸ ἰδῶ· σὲ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένον».
19 Ἄλλος εἶπε, «Ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βώδια καὶ πηγαίνω νὰ τὰ δοκιμάσω· σὲ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένον».
20 Ἄλλος εἶπε, «Ἐνυμφεύθηκα γυναῖκα καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω».
21 Καὶ ἦλθε ὁ δοῦλος καὶ τὰ εἶπε αὐτὰ εἰς τὸν κύριόν του. Τότε ὠργίσθηκε ὁ οἰκοδεσπότης καὶ εἶπε εἰς τὸν δοῦλον του, « Ἔβγα γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλεως καὶ φέρε ἐδῶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλούς».
22 Καὶ εἶπε ὁ δοῦλος, «Κύριε, ἔγινε ἐκεῖνο ποὺ διέταξες καὶ ὑπάρχει ἀκόμη χῶρος».
23 Καὶ εἶπε ὁ κύριος εἰς τὸν δοῦλον, «Ἔβγα εἰς τοὺς δρόμους καὶ εἰς τοὺς περιφραγμένους τόπους καὶ ἀνάγκασέ τους νὰ μποῦν, διὰ νὰ γεμίσῃ τὸ σπίτι μου.

24 Διότι σᾶς λέγω, ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, ποὺ εἶχαν προσκληθῆ, δὲν θὰ γευθῇ τὸ δεῖπνον μου».