Μπες και Δες

Δεν είναι πάντα στη ζωή μας απαραίτητα τα χρήματα, μπορούμε να προσφέρουμε στον συνάνθρωπό μας και με λίγη καλή θέληση. Χρήματα μπορεί να μην υπάρχουν, όμως πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι που θα χαρίσουν λίγα χαμόγελα… Μάθε για την ομάδα μας … Βοήθησε και εσύ ……

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΡΩΣΣΟΥ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΒΕΡΝΕΖΟΥ

Πατρίδα του η Ν. ΡΩΣΣΙΑ (Ουκρανία)

Σαν πιθανότερη χρονολογία της γέννησής του είναι το έτος 1690. Και τούτο γιατί στους πολέμους που άρχισαν το 1711 και τελείωσαν το 1718 είναι στρατιώτης του Τσαρικού Στρατού του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσσίας. Τα Τουρκικά στρα­τεύματα ήσαν ακατάβλητα, βάδιζαν από νίκη σε νίκη, είχαν σπείρει τον τρόμο σ' όλα τα έθνη. Στρατιώτης ο Όσιος Ιωάννης μάχεται για να υπερασπισθεί την πατρίδα του, τη Ρωσσία. Γαλου­χημένος με τα νάματα της Ορθοδοξίας από τους Χριστιανούς γονείς του, τον συγκλονίζει η φρίκη του πολέμου, τα χιλιάδες παλληκάρια, γυναικόπαιδα, γέροι που κείτονται νεκροί στο πέρασμα της λαίλαπας, της πολεμικής μανίας των εχθρών.
Στις μάχες για την ανακατάληψη του Αζώφ με χιλιάδες άλλους συμπατριώτες του, αιχμαλωτίζε­ται και οδηγείται στην Κωνσταντινούπολη. Απ' εκεί στο Προκόπιο, κοντά στην Καισάρεια της Καππαδοκίας της Μ. Ασίας, στην κατοχή ενός Αγά που διατηρούσε στρατόπεδο των Γενιτσάρων.

Βασανίζεται να αρνηθεί το Χριστό

Καταδικασμένος ψυχολογικά στην περιφρόνη­ση και το μίσος των Τούρκων, είναι ο «κιαφίρ», ο «άπιστος» που του αξίζουν σκληρά βασανιστήρια. Και τον χτυπούν με χοντρά ξύλα ραβδιά, τον κλω­τσούν, τον φτύνουν, του καίνε τα μαλλιά και το δέρμα της κεφαλής του με πύρινο τάσι. Τον πετούν στις κοπριές του σταύλου και τον υποχρεώνουν να ζει με τα ζώα.

Απαντά στα βασανιστήρια

Υπομένει όλα τα βασανιστήρια με καρτερία και αξιοθαύμαστη γενναιότητα. Λάμπει ο αδαμάντινος χριστιανικός του χαρακτήρας. Σαν τον ήλιο λάμπει ο υπέροχος εσωτερικός του κόσμος που ολόκληρος από τα παιδικά του χρόνια είναι δοσμένος στο Χριστό. Στους ξυλοδαρμούς, στις βρισιές και στις κλωτσιές των Τούρκων, απαντά με τα λόγια του Παύλου: «ποιος μπορεί να με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού μου; Θλίψις ή στενο­χώρια ή διωγμός ή γυμνότης ή αιχμαλωσία;». Έχω πεποίθηση, πίστη και αγάπη στον Κύριό μου Ιησού Χριστό τον Μονογενή Υιό του Θεού μου και τίποτε απ' όλα τα δεινά, δεν θα με χωρίσει από την αγάπη Του.
Σαν αιχμάλωτος υπακούω στις προσταγές σου, στις δουλικές εργασίες. σ Χριστό δεν σε έχω αφέντη, «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή άνθρώποις». Ενθυμούμαι το αγκάθινο στεφάνι, τους εμπτυσμούς, τους κολαφισμούς, τα ραπίσματα και αυτόν τον σταυρικό θάνατο και είμαι πρόθυμος να υποστώ και εγώ τα μεγαλύτερα και δεινότερα βάσανα και αυτόν τον θάνατον, τον Ιησού μου όμως δεν τον αρνούμαι.
Δέχεται ο Όσιος Ιωάννης τους σκληρούς όρους της μαρτυρικής ζωής, τα βασανιστήρια, τη διαμο­νή με τα ζώα στο σταύλο που του θύμιζε, όπως έλεγε, το σταύλο της Βηθλεέμ· τις ασκήσεις, νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές σε τέτοιο βαθμό, που δαμάσθηκε η θηριωδία των Τούρκων και έκπληκτοι τον ονομάζουν «βελή», άγιο.
Σε συνεστίαση Τούρκων αξιωματούχων θαυμα­τουργικά έστειλε με Άγγελο Κυρίου φαγητό σε χάλκινο πιάτο από το Προκόπιο της Μ. Ασίας στην Μέκκα της Αραβίας και ο Τούρκος Αγάς το έφαγε εκεί ζεστό. επιστρέφοντας έδειξε το πιάτο με το οικόσημο στους αξιωματούχους τρεις μήνες μετά. Το θαύμα αυτό που έγινε από τον Όσιο κατά παραχώρηση του Κυρίου, σταμάτησε το μίσος και την αδιάλλακτη μανία των βασανιστών του. Η πνευματική και ηθική ακτινοβολία του εδάμασε την θηριωδία των Τούρκων.

Το τέλος

1730 Μαΐου 27. Ένα στήριγμα είχε σε όλους τους αγώνες του και μία παρηγοριά στην τραχειά ζωή των βασανιστηρίων. Κατέφευγε σε προσευχές, γονυκλισίες, αγρυπνίες και κοινωνούσε κρυφά από τους Τούρκους, τα Άχραντα Μυστήρια. Η Θεία Κοινωνία κάθε Σάββατο ήταν η μεγάλη του ξεκού­ραση και ανάπαυση. Τελευταία ημέρα, 27 Μαΐου του 1730, ειδοποίησε τον ιερέα και εκείνος του πήγε τη Θεία Κοινωνία μέσα σε ένα μήλο που το είχε κουφώσει. Κοινώνησε εκεί στο σταύλο για τελευταία φορά. Η πρόσκαιρη αιχμαλωσία του, η δεινή κακοπάθεια πήραν τέλος· ο θαυμαστός Όσιος Ιωάννης πέρασε στην αιώνια αγαλλίαση και μακαριότητα, μόλις πήρε τα Άχραντα Μυστήρια.

Ο ενταφιασμός

Οι ιερείς και πρόκριτοι Χριστιανοί του Προκο­πίου, με άδεια του Τούρκου πήραν το σώμα. Με συγκίνηση και δάκρυα μέσα σε βαθειά κατάνυξη και ευλάβεια ο μέχρι χθες δούλος και σκλεται από Χριστιανούς - Τούρκους - Αρμενίους σαν αφέντης και δεσπότης. Σήκωσαν στον ώμο τους το πολύαθλο εκείνο σώμα, με θυμιατά και λαμπάδες, με ευλάβεια και προσοχή, το οδηγούν σε έναν τάφο στο Χριστιανικό κοιμητήριο, το ενα­ποθέτουν στη μάνα γη.

Θείο όραμα

Ο γέροντας ιερέας που κάθε Σάββατο άκουγε τον πόνο και τα βασανιστήριά του και του έδινε, τον κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια, είδε στον ύπνο του τον Όσιο Ιωάννη τον Νοέμβριο του 1733. Του είπε ο Όσιος πως το σώμα του έχει μεί­νει με τη χάρη του Θεού μέσα στον τάφο ακέραιο, ολόκληρο, αδιάφθορο, όπως το έβαλαν στον τάφο πριν 3 1/2 χρόνια. Να το βγάλουν και θα είναι μαζί τους ως ευλογία Θεού στους αιώνες. Μετά τους δισταγμούς του ιερέα, κατά θεία παραχώρηση, ένα ουράνιο φως φωτίζει τον τάφο του Οσίου σαν πύρινος στύλος. Οι Χριστιανοί άνοιξαν τον τάφο και ω του θαύματος! Το σώμα του Οσίου βρέ­θηκε ακέραιο, αδιάφθορο και μυρωμένο με αυτή τη θεία ευωδία που συνεχίζει να έχει μέχρι σήμερα. Με πνευματική ευφροσύνη και ευλάβεια σήκωσαν, πήραν στην αγκαλιά τους αυτό το θείο δώρο, το ιερό λείψανο και το μετέφεραν στο Ναό που αγρυπνούσε ο Όσιος! Από την ημέρα εκείνη, 273 τώρα χρόνια, μπήκε το ιερό σώμα στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας του Χριστού.

Ο Οσμάν Πασάς καίει το Ιερό Λείψανο

Σε μία εσωτερική διαμάχη και σύρραξη μεταξύ Σουλτάνου και Ιμπραήμ της Αιγύπτου ο απεσταλμένος Πασάς του Σουλτάνου, Οσμάν, καίει το Ιερό Λείψανο για να εκδικηθεί τους Χριστιανούς. Το ιερό σώμα οι Τούρκοι το είδαν να παίρνει κίνηση στη φωτιά. Έντρομοι εγκαταλείπουν το ανίε­ρο έργο τους και φεύγουν. Την άλλη ήμερα μετά την αποχώρηση των Τούρκων οι Χριστιανοί ανασηκώ­νουν τις στάχτες και τα κάρβουνα και βρήκαν σκε­πασμένο ολόκληρο το ιερό σώμα. Δεν είχε πάθει τίποτε, ευλύγιστο και μυρωμένο, του έμεινε μόνο το μαύρισμα από τους καπνούς και το πύρωμα.

Τον τιμά όλη η Κεντρική Μ. Ασία (Καππαδοκία)

Όπως είδαμε ο Όσιος έζησε με εγκράτεια, αγνότητα, νηστείες, προσευχές, αρετές ξεχασμέ­νες για μας, δόξασε τον Θεό ανάμεσα σε αλλοδόξους και αλλοπίστους και ο Θεός του απάντησε δοξάζοντάς τον στον Ουρανό και στη γη. Μπρο­στά στην Λάρνακα που είναι το Άγιό του σώμα, παράλυτοι περπατούν, τυφλοί βλέπουν, δαιμόνια φεύγουν, άλλες ανίατες αρρώστιες θεραπεύονται.
Όχι μόνο Ορθόδοξοι, αλλά και Αρμένιοι, Δια­μαρτυρόμενοι και Τούρκοι αιχμαλωτίζονται από τα θαύματά του. Στην από­γνωση και τη δυστυχία τους, καταφεύγουν στον Όσιο. Η γλώσσα του Οσίου σιωπά αλλά δια­λαλούν τα θαύματά του. Κοιμάται το Ιερό Λείψανο, αλλά κηρύττουν την παρουσία του τα θαυμα­στά γεγονότα. Γίνεται εκεί μεγάλο προσκύνημα που δεσπόζει στην κεντρική Καππαδοκία.

1922 Καταστροφή της Μ. Ασίας

Η συμπαιγνία των Μεγάλων δυνάμεων, τα τρο­μερά λάθη των Ελλήνων όπλισαν τους Σελτζούκους Τούρκους του Κεμάλ Ατατούρκ και ξεκληρίσθηκε ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας. Παθιασμένοι οι Έλληνες σε Βασιλικούς και αντιβασιλικούς - Βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς καίνε ο ένας το σπίτι του άλλου. Το Μέτωπο καταρρέει. Οι πολιτι­κοί της Αθήνας βγάζουν λόγους στα μπαλκόνια αντιμαχόμενοι για το ποιος είναι άξιος να κυβερ­νήσει! Ο Κεμάλ σφάζει σαν τα αρνιά τα παλληκάρια μας που τα έχει εγκλωβίσει στον Σαγγάριο ποταμό! Ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες νεκροί και αγνοούμενοι από τη συμφορά....

Μεταφορά του Ιερού Λειψάνου

Μέσα στη λαίλαπα της καταστροφής οι πρό­σφυγες που έχασαν τα πάντα, δύο χρόνια μετά την καταστροφή στην επίσημη ανταλλαγή των πληθυ­σμών Ελλάδος-Τουρκίας, πήραν το Ιερό Λείψανο, άλλα κειμήλια της Εκκλησίας και λιγοστά προ­σωπικά τους είδη και ξεκίνησαν για το δρόμο της ξενιτειάς. Από την Καισάρεια στη Μερσίνα. Από το λιμάνι της Μερσίνας με το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης» που ναυλώθηκε με έξοδα της οικοιας Παπαδοπούλου, απόγονοι του οποίου μένουν στην Ελευσίνα, μεταφέρεται στην Χαλκίδα. Παραμένει εκεί ένα χρόνο και το 1925 έφθασε στο σημερινό Νέο Προκόπιο.

Δημιουργία νέου Προσκυνήματος

Το 1930 θεμελιώθηκε ο Ναός που φιλοξενεί σήμερα το Ιερό Λείψανο. Στεγάσθηκε το 1951. Το 1962 από απλός προσκυνηματικός Ναός που ήταν, με σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας και της Πολι­τείας, υπογράφηκε νόμος βάσει του οποίου λει­τουργεί σαν «Ευαγές Ίδρυμα», με σκοπούς που καθορίζονται στη διάταξη λειτουργίας και διαχεί­ρισης αυτού. Ιδρύθηκαν δύο μεγάλοι ξενώνες. Ο ένας για δωρεάν φιλοξενία και ο άλλος με αντίτι­μο μικρό υπέρ των σκοπών του Ιδρύματος. Άρχισε η συντήρηση και λειτουργία 5 μεγάλων Ιδρυμάτων. Δύο Ορφανοτροφείων, ενός στη Χαλκίδα και ενός στη Νέα Αρτάκη, ενός Γηροκομείου στη Χαλ­κίδα, Οικοτροφείου σπουδαστών, παιδικών κατασκηνώσεων για 1.000 περίπου παιδιά κάθε θερινή περίοδο κ.ά. Το πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, τα Συμβούλια όλων των Ιδρυμάτων με την προε­δρία σήμερα και την ευθύνη του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χαλκίδος, Ιστιαίας και Βορείων Σποράδων κ. Χρυσοστόμου και με την συνδρομή όλων των πιστών φέρουν εις πέρας το μεγάλο αυτό πνευματικό και φιλανθρωπικό έργο.

Νέα πνευματική κολυμβήθρα

Ο Όσιος Ιωάννης είναι υπέροχο παράδειγμα για την «εν Θεώ» ζωή των ανθρώπων γιατί αποκαλύπτει με τα θαύματά του τη θεία δύναμη και μας καθοδηγεί να γνωρίσουμε ψυχικώς μια όντως άγια ζωή, ευεργετική για τον άνθρωπο. Δεν είμαστε μόνο γι' αυτή τη ζωή, αλλά ανήκουμε μάλλον στην μέλλουσα, την αιώνια, την ουράνια. Η ψυχή μας είναι αθάνατη, αιώνια.
Ο Όσιος Ιωάννης μεταλαμπαδεύει με τα θαύ­ματά του, στις ψυχές των πιστών, Ουράνιο φως, θεία δύναμη σε ζήλο και ενθουσιασμό, θεία δύνα­μη σε αυταπάρνηση και αυτοθυσία, δύναμη της ατομικής και κοινωνικής ηθικότητας και αυτοελέγ­χου, δύναμη η οποία υπερνικά τα δεσμά της ύλης και μεταθέτει τα βουνά των εμποδίων και δημιουρ­γεί τις μεγάλες νίκες στη ζωή, στους χαρακτήρετων ανθρώπων μεταλλαγές και αναγεννήσεις. Με τα θαύματά του ο Όσιος, με την νυχτοήμερη προ­σπάθειά του όπως αποκαλύπτει, ζει και κινείται και βοηθάει τον άνθρωπο να αποκτήσει την εσω­τερική ελευθερία, την ψυχική, που με την ακτινο­βολία της ζωογονεί άτομα και λαούς. Εκατοντά­δες χιλιάδες άνθρωποι κάθε χρόνο με δέος, με κατάνυξη, σιωπηλοί, περνούν μπροστά από το Ιερό του Λείψανο, το μέγα αυτό κειμήλιο της Ορθοδοξίας. Σε όλους δίνει την ζωογόνο αύρα της χάρης που έλαβε από τον δωρεοδότη Παντοδύνα­μο Θεό.
«Η Θεία Λάρναξ των Λειψάνων σου, Ιωάννη πάτερ Όσιε, Ιάματα πηγάζει τοις πιστοίς...»

Απολυτίκιον Οσίου Ιωάννου

Εκ γης ο καλέσας σε, προς ουρανίους Μονάς, τηρεί και μετά θάνατον αδιαλώβητον, το σκήνος σου Όσιε. Συ γαρ εν τη Ασία, ως αιχμάλωτος ήχθης, ένθα και ωκειώθης, τω Χριστώ, Ιωάννη. Αυτόν ουν ικέτευε, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Ήχος δ', προς το «Τη Θεοτόκω εκτενώς».

Τω Ιωάννη οι πιστοί νυν προσδράμωμεν, οι εν δεινοίς και συμφοραίς, και προσπέσωμεν, εν ευσέβεια κράζοντες, εκ βάθους ψυχής· Όσιε, βοήθησον, εφ' ημίν σοις ικέταις, πρόφθασον και λύτρωσαι της παρούσης ανάγκης· μη παραβλέψης δέησιν οικτράν των προσφευ­γόντων τη σκέπη σου, Άγιε.

Μεγαλυνάρια Οσίου Ιωάννου

Τους συναθροισθέντας τω σω ναώ, αοράτων πάντας, ορατών τε επιβουλής, ημάς τυραννούντων. δεόμεθα ρυσθήναι, υπό την σην αιγίδα θερμώς προσ­φεύγοντας.
Τα πεπυρωμένα βέλη εχθρού, βροτοκτόνου, πάτερ, απομάκρυνον αφ' ημών, ταις προς την Τριάδα, θερμαίς σου ικεσίαις, όπως ρυσθέντες, τούτων, σε μεγαλύνωμεν.
Τον αστέρα πάντες τον φαεινόν, τον εκ Προκοπίου, απαστράψαντα νοητώς, οσίων το κλέος, και Καππαδόκων δόξαν, τον θείον Ιωάννην ύμνοις τιμήσωμεν.
Αίτησαι ειρήνην παρά Θεού, πνευμάτων γαλήνην, μέχρι τέλους υπομονήν. ψυχών σωτηρίαν, ημίν τοις σοις ικέταις, τοις ευφημούσι πόθω τα σα θαυμάσια.
Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων η δωδεκάς, οι Άγιοι Πάντες, μετά της Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εις το σωθήναι ημάς.
Ήχος β'. 'Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν.
Δεύτε προσκυνήσωμεν, πιστοί, και μετ' ευλαβείας και πόθου κατασπαζόμενοι, λείψανον περίσεπτον και πανυπέρτιμον, Ιωάννου θεόφρονος, αγνίσωμεν χείλη, όμματα και μέτωπα, και ικετεύσωμεν, όπως και ημάς αξιώση, τέλους σωτηρίου και θείου, ταις αυτού προς Κύριον δεήσεσιν.

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΡΩΣΣΟΥ
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΒΕΡΝΕΖΟΥ
Ευλαβική προσφορά των εκδόσεων «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 


Φοῦρνος τοῦ Χότζα


του Αρχιμανδρίτου Επιφανίου Θεοδωροπούλου
 —  Γέροντα, αφού οι ιαμβικοί κανόνες είναι δύσκολοι και δεν είναι κατανοητοί στον κό­σμο, γιατί η Εκκλησία τους διατηρεί και δεν κρατάει μόνο τους πεζούς;
—  Η Εκκλησία δεν μπορεί να αλλάζη σαν τον φούρνο του Χότζα η σαν τους ανεμόμυ­λους και να γυρίζη κάθε φορά κατά που φυσά­ει ο άνεμος. Οφείλει να κράτηση ως κόρην οφθαλμού τους ανεκτίμητους θησαυρούς που παρέλαβε μέσα στην λατρεία της. Δεν πρέπει να τους απεμπόληση. Σήμερα καταργούμε τους ιαμβικούς κανόνες επειδή δεν τους κατα­λαβαίνουμε. Αύριο τους πεζούς. Μεθαύριο θα πετάξουμε και τους αίνους. Διότι σε λίγα χρό­νια, με την γλώσσα που διδάσκεται σήμερα στα σχολεία, δεν θα είναι κατανοητοί ούτε οι αίνοι, που είναι απλούστερα τροπάρια.
Με την ίδια λογική, λοιπόν, θα καταργή­σουμε και την υπόλοιπη λατρεία της Εκκλη­σίας. Και τότε τι θα βάλουμε στη θέσι αυτών; Αντί να λέμε: «Τας κεφάλας ημών τω Κυρίω κλίνομεν», θα λέμε:
«Σκύψτε στον αφέντη τις κούτρες σας»; Ή «Σκύψτε στον αφέντη τα κε­φάλια σας»; Τι είδους λατρεία θα γίνη, αν τη γράψουμε στη δημοτική; 
Αυτά δεν μεταβάλλονται
Κάποιοι μετέφρασαν την Καινή Διαθήκη σε τελείως σύγχρονη γλώσσα. Χρησιμοποίη­σαν μάλιστα και μονοτονικό. Εκει μέσα μετα­φράζουν το «Λάβετε, φάγετε» = «Πάρτε και φάτε». Συγχωρήσατε με, αλλά έτσι εκχυδαΐζονται τελείως και χάνουν την ιερότητα τους τα λόγια του Κυρίου. Λες και δίνουμε να φάνε μπριζόλες η τυρόπιττες! Αυτά τα λόγια θα μείνουν όπως τα έγραψαν οι Ευαγγελισταί. «Λάβετε φάγετε. Πίετε εξ αυτού πάντες». Αυτά δεν μεταβάλλονται.
Δεν θα μεταφράσουμε τα λόγια της λατρεί­ας σ’ αυτό το γλωσσικό εξάμβλωμα, το οποίο ακούμε από τα μέσα της λεγομένης μαζικής ενημερώσεως. Θα καταντήσουν να μην έχουν «είδος ουδέ κάλλος». Τα κείμενα αυτά είναι κλασσικά και δεν μπορούν να αποδοθούν, δεν μπορούν να μεταφρασθούν. Και οι εργασίες οι μεταφραστικές που γίνονται, υστερούν απεί­ρως από το κάλλος του πρωτοτύπου. Αλλά προκειμένου να μη το καταλαβαίνη κανείς, τι να κάνουμε; Δεν θα έχη το προνόμιο κάποιος να το χαρή στο πρωτότυπο, εφ’ όσον δεν ξέρει αρχαία ελληνικά. τουλάχιστον ας το κατανόη­ση. Ας πάρη μία ιδέα με τη βοήθεια της μετα­φράσεως. Αλλά τα κείμενα αυτά καθ’ εαυτά, ας μείνουν, διότι επαναλαμβάνω, είναι κλασ­σικά. Δεν μπορούμε να εισαγάγουμε στην λα­τρεία την γλώσσα στην οποία ομιλούμε.

Πόσο φτωχά!

Κάποιος κυκλοφόρησε βιβλίο με μετάφρασι πολλών ύμνων στη δημοτική. Και μάλιστα ποιητική μετάφρασι. στα μέτρα των ύμνων, για να ψάλλεται στην Εκκλησία. Και νόμισε ότι έκανε κάποιο σπουδαίο κατόρθωμα. Δια­βάζοντας το θα αισθανθήτε, ως εάν από το ένα μέρος έχετε ένα βαρύτιμο κόσμημα, από αδά­μαντες και πολύτιμους λίθους (το αρχαίο κεί­μενο), και από το άλλο μέρος ένα «τενεκέ», ένα «μπάφιλα». Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ των δύο υμνογραφικών κειμένων.
Σκεφθήτε δε ότι αυτός ο ευλογημένος δεν τα δημιούργησε μόνος του. Απλώς μετέφρασε. Δηλαδή, είχε έτοιμα μπροστά του τα υψηλά νοήματα. Διότι εμείς μόνοι μας δεν μπορούμε να αναχθούμε στα ύψη στα όποια ανήχθησαν οι υμνογράφοι. Δεν έχουμε αυτή την δύναμι. Αυτοί ήσαν μεγαλοφυείς και, το κυριώτερο, άγιοι. Δεν έκανε, λοιπόν, κάτι εξ αρχής, κάτι δικό του, για το όποιο να λέγαμε; «Αι, φτωχός ήταν ο άνθρωπος, φτωχά κείμενα μας έδωσε». Είχε ενώπιον του τα μεγαλειώδη εκείνα κείμε­να των παλαιών υμνογράφων. Και αν δήτε πώς τα αποδίδει!… Πόσο φτωχά είναι!…

Προφάσεις

—  Είναι λοιπόν καλύτερο να πηγαίνουμε στην Εκκλησία και να μη καταλαβαίνουμε τι λέει ο ιερεύς η ο ψάλτης;
—  Αυτά είναι προφάσεις. Υπάρχουν αρκε­τές αξιόλογες ερμηνευτικές εργασίες, τις όποιες ο ενδιαφερόμενος πιστός μπορεί να έχη στο σπίτι του και να τις διαβάζη. Υπάρχουν βιβλία, που με όμορφο και απλό τρόπο μιλούν για τα Μυστήρια: την Θεία Ευχαριστία, το Βά­πτισμα κ.λπ. Τόσες ώρες χάνουμε χαζεύοντας στην τηλεόρασι, η ξεφυλλίζοντας περιοδικά και εφημερίδες. Ας αφιερώσουμε, λοιπόν, όχι πολύ, αλλά μία ώρα κάθε εβδομάδα, το βράδυ π.χ. του Σαββάτου, να διαβάσουμε τα βιβλία τα όποια ερμηνεύουν τα δύσκολα τουλάχιστον κείμενα της Εκκλησίας μας, η ακόμη τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο. Την άλλη ημέρα, που θα πάμε στον ναό, θα κατανοούμε πολλά από αυτά που θα ακούμε. Υπάρχουν άλλωστε και ιερείς που κάνουν λειτουργικά κηρύγμα­τα. Εξηγούν τη θεία Λειτουργία, εξηγούν τα Μυστήρια.
Επομένως μπορούμε να αναπληρώσουμε τις ελλείψεις μας με ερμηνευτικές εργασίες, με ερμηνευτικά βιβλία. Όσοι θέλουν, μπορούν να μάθουν τα της Εκκλησίας. Λίγο ενδιαφέ­ρον χρειάζεται και κάποια συνέπεια στη χρι­στιανική μας ζωή. Γι’ αυτό βλέπει κανείς ανθρώπους ολιγογράμματους να καταλαβαί­νουν πάρα πολλά απ’ όσα τελούνται, να απο­λαμβάνουν κυριολεκτικά τη λατρεία. Αλλά δυστυχώς ο περισσότερος κόσμος δεν ενδιαφέ­ρεται.

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου. «Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα», εκδ. Ι. Ησυχ. Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, Τροιζήνα 2003 σσ. 150-153.
Περιοδικό Παρακαταθήκη
Τεύχος 39
Δεκέμβριος 2004


Πηγή: http://www.hristospanagia.gr

Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Το τούβλο, η Jaguar και η Σαρακοστή

Ένα νεαρό και επιτυχημένο στέλεχος εταιρείας, οδηγούσε τη νέα του τζάγκουαρ κάπως γρήγορα σε μία γειτονιά όχι και τόσο καλόφημη. Πρόσεχε μην τυχόν κανένα παιδάκι ξεπροβάλει απότομα ανάμεσα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή πιστεύοντας πως είδε κάτι να κινείται επιβράδυνε, αντί όμως να εμφανιστεί κάποιο παιδάκι, ένα τούβλο χτύπησε με δύναμη την πλαινή πόρτα της τζάγκουάρ του. Φρέναρε απότομα και κάνοντας όπισθεν κατευθύνθηκε στο σημείο που το τούβλο είχε ριχτεί.
Φανερά θυμωμένος πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητό του, κι έπιασε ένα παιδί που βρήκε κοντά του, το έσπρωξε και το ακούμπησε με την πλάτη σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, φωνάζοντας «Γιατί το έκανες αυτό και ποιος είσαι; Τι νομίζεις ότι κάνεις; Αυτό είναι ένα καινούριο αυτοκίνητο και το τούβλο που πέταξες του έκανε μια πολύ ακριβή ζημιά! Γιατί το έκανες»;
Το νεαρό αγόρι απολογητικά του είπε «σας παρακαλώ κύριε. σας παρακαλώ, ζητώ συγνώμη, αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω! Πέταξα το τούβλο γιατί κανένας δεν σταματούσε.» Με δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό του και στο σαγόνι του, το αγοράκι έδειξε πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. «Είναι ο αδερφός μου» είπε «Το αναπηρικό του καροτσάκι αναποδογύρισε στο πεζοδρόμιο, έπεσε απ το καροτσάκι κι εγώ δεν μπορώ να τον σηκώσω».


Το αγόρι ζήτησε από τον νεαρό «Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να με βοηθήσετε να τον βάλουμε πίσω στο αναπηρικό του καροτσάκι; Είναι χτυπημένος και είναι πολύ βαρύς για να τον σηκώσω μόνος μου».
Ο οδηγός εμβρόντητος, προσπάθησε να συνέλθει, σήκωσε γρήγορα το ανάπηρο αγόρι και το καροτσάκι του, έπειτα πήρε ένα χαρτομάντηλο και περιποιήθηκε πρόχειρα τις πληγές του αγοριού. Με μια ματιά που του έριξε κατάλαβε πως τα τραύματα του παιδιού ήταν επιφανειακά κι όλα θα πήγαιναν καλά.
«Σε ευχαριστώ, ο Θεός να σε ευλογεί» είπε το ευγνώμων αγοράκι στον ξένο. Ο οδηγός ταραγμένος ακόμη, απλά κοιτούσε το αγοράκι να σπρώχνει το καροτσάκι με τον αδερφό του πάνω στο πεζοδρόμιο πηγαίνοντας για το σπίτι τους.
Γύρισε προς τη τζάγκουάρ του αργά. Η ζημιά στο αυτοκίνητο ήταν εμφανέστατη αλλά ο νεαρός ποτέ δεν μπήκε στην διαδικασία να την επιδιορθώσει. Άφησε τη ζημιά να υπάρχει για να του θυμίζει το μήνυμα «Μην ζεις τη ζωή σου τόσο γρήγορα έτσι ώστε να αναγκάζεις τον άλλον να σου πετάξει ένα τούβλο για να τραβήξει την προσοχή σου»!
Ο θεός ψιθυρίζει στις ψυχές μας και μιλά στις καρδιές μας. Μερικές φορές όταν δεν έχουμε χρόνο να ακούσουμε, είναι αναγκασμένος να μας πετάξει ένα τούβλο. Είναι επιλογή μας να ακούμε ή όχι.
Σκέψη της ημέρας:
Ο Θεός δεν υποσχέθηκε μέρες χωρίς πόνο, γέλιο χωρίς θλίψη, ήλιο χωρίς βροχή, αλλά υποσχέθηκε δύναμη για κάθε μέρα, ανακούφιση στα δάκρυα και φως για τον δρόμο.
Αν ο Θεός στο φέρει, θα σε βοηθήσει και να το φέρεις εις πέρας…
Πηγή: http://istologio.org

Η ΖΩΟΔΟΧΟΣ ΠΗΓΗ

ΣHMEPA, αγαπητοί μου, η Eκκλησία μας εορτάζει την εορτή της Zωοδόχου Πηγής. H εορτή αυτή ανήκει στις λεγόμενες κινητές εορτές του εκκλησιαστικού έτους.
Kινητές λέγονται οι εορτές του Tριωδίου και του Πεντηκοσταρίου, που έχουν ως κέντρο την ημέρα του Πάσχα. Tο Tριώδιο (10 εβδομάδες, δηλαδή 70 ημέρες) προηγείται της Kυριακής του Πάσχα, το δε Πεντηκοστάριο (7 εβδομάδες, δηλαδή 50 ημέρες) ακολουθεί. Oι εορτές αυτές ονομάζονται κινητές, γιατί δεν έχουν σταθερά ημερομηνία, εν αντιθέσει με τις άλλες εορτές του εκκλησιαστικού έτους που έχουν σταθερά ημερομηνία και λέγονται ακίνητες. Tών κινητών εορτών η ημερομηνία κάθε χρόνο αλλάζει. Eξαρτάται από την ημερομηνία του Πάσχα. Όταν το Πάσχα είναι πρώιμο, έρχονται και αυτές ενωρίτερα· όταν το Πάσχα είναι όψιμο, αυτές έρχονται αργότερα.
H εορτή της Zωοδόχου Πηγής εορτάζεται την Παρασκευή της Διακαινησίμου, δηλαδή την εβδομάδα που ακολουθεί αμέσως μετά το Πάσχα. Mετά την Aνάστασι είναι η πρώτη εορτή του Πεντηκοσταρίου. Eορτάζεται την ωραία εποχή της ανοίξεως μέσα στο κλίμα της πασχαλινής χαράς και αγαλλιάσεως.
H Zωοδόχος Πηγή είναι μία εορτή πρός τιμήν της Παναγίας. δεν έχει σχέσι με τη ζωή της υπεραγίας Θεοτόκου, όπως οι άλλες γνωστές θεομητορικές εορτές, λόγου χάριν τα Eισόδια, ο  Eυαγγελισμός ή η Kοίμησις της Θεοτόκου. H εορτή αυτή έχει σχέσι με τις θαυμαστές επεμβάσεις της Παναγίας πρός σωτηρίαν δυστυχών και ταλαιπώρων ανθρώπων που την επικαλέσθηκαν με πίστι. H Zωοδόχος Πηγή μας υπενθυμίζει τα θαύματα, που έκανε η Παναγία σε ένα ωρισμένο ναό της στον τόπο εκείνο που προκαλεί τη συγκίνησι κάθε Έλληνος.
Στην ομιλία αυτή θα πούμε λίγα λόγια γύρω από το ιστορικό της εορτής.

* * *

Aπό πού έχει την αρχή της η εορτή της Zωοδόχου Πηγής; H Zωοδόχος Πηγή αρχίζει το πρώτον από μία λεπτομέρεια, μία ασήμαντη θα έλεγε κανείς λεπτομέρεια. Όλα τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας, αλλά και τα  γεγονότα της προσωπικής μας ζωής, αν εξετάσουμε, θα βρούμε να προέρχωνται όλα από κάποια λεπτομέρεια. Ωρισμένες λεπτομέρειες της ζωής μας, του έθνους μας, της ιστορίας της ανθρωπότητος έχουν μεγάλη σπουδαιότητα. Ποιά είναι η λεπτομέρεια, από όπου αρχίζει η εορτή της Zωοδόχου Πηγής;
Πρίν από 1500 περίπου χρόνια σε κάποια εξοχή της Kωνσταντινουπόλεως, κάπου εκεί σ” έναν έρημο δρόμο, ένας δυστυχισμένος άνθρωπος φώναζε «βοήθεια!». Kανείς δεν τον άκουγε, καμία σημασία δεν του έδιναν στον έρημο εκείνο τόπο. Πέρασε όμως από το σημείο εκείνο ένας άνθρωπος σπλαχνικός, που είχε καρδιά με αγάπη. Άκουσε τη φωνή του δυστυχισμένου, που ζητούσε βοήθεια, και έσπευσε να τον βρει και να τον βοηθήσει όσο μπορούσε. Tον βρήκε σε ελεεινή κατάστασι.
Ήταν τυφλός και έμενε εκεί. Kάποιος τον είχε πετάξει στον έρημο εκείνο τόπο και τον είχε αφήσει ασπλάχνως μόνο του. O τυφλός είχε μέρες νηστικός, πεινασμένος και διψασμένος. O εύσπλαχνος άνθρωπος, που τον βρήκε, τον πήρε από το χέρι και τον χειραγώγησε. O τυφλός του λέει·
―Έχω μέρες να πιώ νερό· σε παρακαλώ, νεράκι θέλω.
Eκείνος έψαξε. Mπήκε σ” ένα δάσος. Προχώρησε γιά να βρει πηγή. Δεν βρήκε. Tότε ακούει μια φωνή, μιά μυστηριώδη φωνή·
―Δεν χρειάζεται ν” αγωνιάς. Tο νερό είναι κοντά. Προχώρει και θα το βρεις.
Προχωρεί αρκετό διάστημα μέσα στο δάσος, αλλά και πάλι δεν βρήκε καθόλου νερό. Aκούει ξανά τη φωνή·
―Mην απογοητεύεσαι. Προχώρει και θα βρείς.
Προχώρησε λίγο ακόμα μέσα στο δάσος. Kαι τότε εκεί βρίσκει ένα γάργαρο δροσερό νερό. Έδωσε στο διψασμένο να πιει. O τυφλός ήπιε και ευφράνθηκε.
Tότε άκουσε πάλι τη φωνή·
―Πλύνε του, λέει, τα μάτια που είναι τυφλά, και τότε θα μάθεις αμέσως, ποιά είμαι εγώ, που κατοικώ εδώ από πολλά χρόνια.
Πράγματι του έπλυνε τα τυφλά μάτια, και ο  τυφλός είδε το φως του, έγινε αμέσως καλά με τη βοήθεια της Παναγίας, που φανέρωσε έτσι την ζωοδόχο πηγή της.
Aς μην πιστεύουν οι άπιστοι, δικαίωμά τους. Eμείς πιστεύουμε, ότι πέρα της ύλης συμβαίνουν γεγονότα τεράστια, τα οποία εμείς ονομάζουμε θαύματα, οι δε άλλοι τα εμπαίζουν και τα κοροϊδεύουν. Aλλ” εμείς πιστεύουμε στά θαύματα τα οποία έκανε ο  Θεός και η Παναγία.
Mετά λοιπόν τί έγινε; Ποιός ήταν αυτός ο εύσπλαχνος άνθρωπος; Mια λεπτομέρεια δεν είναι αυτή της ζωής; Aλλά ακούστε τη συνέχεια. Aυτός που έκανε την αγαθή αυτή πράξι ήταν ένας άγνωστος και άσημος στή Pωμαϊκή αυτοκρατορία. Mικρός, τιποτένιος, ασήμαντος άνθρωπος, που κανείς δεν τον ήξερε και κανείς δεν έκανε λόγο γι” αυτόν στά σαλόνια της Kωνσταντινουπόλεως ούτε πουθενά αλλού. Ήταν ένας ταπεινός άνθρωπος μακέλλης στο επάγγελμα, δηλαδή κρεοπώλης. Ήταν ο Λέων. Ποιος Λέων; O μετέπειτα αυτοκράτωρ Λέων ο  A΄ ο Θραξ, ο λεγόμενος και Mακέλλης (457-474). Όσοι διαβάζουν ιστορία ξέρουν, ότι αυτός ήτανε ένας από τους ενδόξους βασιλείς, διότι κατετρόπωσε τους Γότθους. Ήταν αγαθός και πράος.
Aυτόν λοιπόν τον ταπεινό και φιλεύσπλαχνο άνθρωπο, η θεία πρόνοια τον πήρε ύστερα από λίγα χρόνια από τη θέσι του κρεοπώλου και τον έκανε αυτοκράτορα της μεγαλυτέρας αυτοκρατορίας του τότε κόσμου, του Bυζαντίου, που ως φάρος επί χίλια χρόνια, εις πείσμα των δαιμόνων, εφωταγώγησε ολόκληρη την ανθρωπότητα.
O Λέων, όταν έγινε αυτοκράτωρ, δεν λησμόνησε το περιστατικό αυτό. Θυμήθηκε τη λεπτομέρεια αυτή της ζωής του, έσπευσε στον τόπο εκείνο και οικοδόμησε εκεί μεγάλο ναό πρός τιμήν της Zωοδόχου Πηγής της υπεραγίας Θεοτόκου. Kαι κάτω, στά υπόγεια του ναού αυτού, ανέβλυζε γάργαρο και κρυστάλλινο νερό, το οποίο ήτο θαυματουργό. στον τόπο αυτό, που λέγεται Mπαλουκλί, συνέρρεαν χιλιάδες άνθρωποι απ” όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας. Kαι είναι γεγονός, δεν είναι ψέματα, ότι η πηγή αυτή έκανε μεγάλα και σπουδαία θαύματα. Aγιασμένο νερό βγαίνει από τη γη και θαυματουργεί. Aκόμη και Tούρκοι και Tουρκάλες πηγαίνουν στην εκκλησία αυτή της Kωνσταντινουπόλεως, παίρνουν αγιασμένο νερό και θεραπεύονται.
O ναός της Zωοδόχου Πηγής γκρεμίστηκε εκ θεμελίων κατ” επανάληψιν και ανοικοδομήθηκε πάλι από ευσεβείς αυτοκράτορες, και ιδίως από τον ένδοξο αυτοκράτορα Iουστινιανό. O ναός αυτός έχει ιστορία, είναι ιστορικός. Yπάρχει ακόμη και σήμερα. σε όσους επισκέφθηκαν την Kωνσταντινούπολι ο ναός αυτός είναι γνωστός ως ο  ναός του Mπαλουκλί, στον οποίο πρό ετών, το 1955, βέβηλοι Tούρκοι εισώρμησαν και δεν μπορώ να εκφράσω τί βεβηλώσεις έκαναν.
Aυτό είναι το ιστορικό του ναού αυτού, ο  οποίος σώζεται μέχρι και σήμερα και συνδέεται με την ιστορία του γένους μας.

* * *

Aδελφοί μου!
Όπως στο Mπαλουκλί εορτάζουν την ημέρα της Zωοδόχου Πηγής και ο  ναός εκείνος της Θεοτόκου είναι πηγή θείων δωρεών, έτσι να πιστεύουμε, ότι και κάθε εκκλησία που έχει ορθόδοξο παπά και λειτουργεί και τελούνται τα άγια μυστήρια, είναι μία ζωοδόχος πηγή.
Στήν Eκκλησία τρέχει το νερό το αθάνατο της διδασκαλίας του Kυρίου ημών Iησού Xριστού. Tο νερό αυτό ξεδιψά. Σβήνει τη μεταφυσική δίψα του ανθρώπου.
Στήν Eκκλησία επίσης τρέχει το νερό το αθάνατο της θείας χάριτος, που πηγάζει από την υπερτάτη θυσία του Kυρίου ημών Iησού Xριστού. Tο νερό αυτό θεραπεύει. Δίνει την υγεία στις ανάπηρες και τραυματισμένες ψυχές, διά πρεσβειών της Παναγίας. Aμήν.

επίσκοπος Aυγουστίνος Καντιώτης

Πηγή: http://www.augoustinos-kantiotis.gr

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Γέροντας Κλεόπας - Ο φόβος του Θεού (video)

Έτσι φεύγουν οι Άντρες (η ιστορία του Μάρκου)

Ο Μάρκος, ένα παιδί πανέμορφο στην κυριολεξία, με μια πολύ καλή δουλειά, παντρεμένος με μια κοπέλα τη Μ. επίσης πολύ όμορφη, μορφωμένη, με μία πολύ καλή δουλειά. Ζουν τον έρωτα τους, ο οποίος πολύ σύντομα πρόκειται να ολοκληρωθεί με τον ερχομό ενός παιδιού. [] Ο Μάρκος είναι πάρα πολύ συνειδητός και πιστός Χριστιανός, συμμετέχει δε πολύ ενεργά στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.
Όταν η Μ. ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, μαθαίνουν ότι ο Μάρκος πάσχει από μία μορφή μη ιάσιμου καρκίνου. Σε μία εβδομάδα περίπου,  η Μ. αποβάλλει, και μένουν οι δυο τους να παλεύουν με τις χημειοθεραπείες, τις ακτινοβολίες, και τα πήγαινε έλα στα νοσοκομεία.
Μετά περίπου από ένα χρόνο, ο Μάρκος πεθαίνει στην ηλικία των 30 ετών, αφήνοντας μόνη και άκληρη την πολυαγαπημένη του γυναίκα τη Μ.

Είναι προτιμότερο όμως να αφήσουμε, να μας αναφέρει τα γεγονότα η ίδια η γυναίκα του, ώστε να μπορέσουμε να καταλάβουμε καλύτερα. Ακολουθούν κάποια αποσπάσματα από μερικά  email που μας έστειλε.
«Ο καημένος ο Μάρκος Γιώργο μου, με τις τόσες ειρωνείες που του έκανα, δε μου έλεγε πάντα τι διαβάζει..
Θυμάμαι είχε ένα σκληρόδετο μπορντό προσευχητάριο, τώρα που το βλέπω, γράφει Ιερά Μονή Προφήτου Ηλία Πρεβέζης, ούτε ξέρω πού το βρήκε, έξι χρόνια που ήμασταν μαζί, ουδέποτε πήγε στην Πρέβεζα..
Μετά το απόγευμα, που γυρίζαμε στο σπίτι και τρώγαμε, για να ξεκουραστεί, διάβαζε εσπερινό, απόδειπνο και άλλα.
Περνούσα από το καθιστικό, τον κοιτούσα και του κουνούσα το κεφάλι. Του έλεγα »τι λες, την ευχή ,την ευχή;»
Ο γλυκός μου, γελούσε και μου έλεγε »ναι την ευχή, μόνο που λέω, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε τη Μ.»
Το πόσο αγαπούσε το Χριστό, το πόσο ασκείτο σε πράγματα αδιανόητα σε μένα, μέσα στον ελάχιστο χρόνο του πόσο διάβαζε Πατερικά κείμενα.
Διαβάζω τώρα τη Θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, και βλέπω υπογραμμισμένα από το Μάρκο, τόσα και τόσα που με ξενίζουν: άκτιστο φως, ουσία αμέθεκτος, ενέργειες…
Τώρα τράβηξα άλλο του βιβλίο υπογραμμισμένο παντού, λέει Άγιου Μάξιμου Ομολογητού, 400 Λόγοι περί Αγάπης.
Αυτό, πλην της εισαγωγής, που είναι λίγο στριφνή, φαίνεται βατό ακόμα και για αδαείς όπως εγώ..
Και τώρα, πλάι στα σχετικά με το αντικείμενό του, βλέπω τόσα Πατερικά και μένω έκπληκτη.
Φιλοκαλία, που ούτε ξέρω τι είναι, πολλά Αγιορειτών, και αρκετά, κι αυτό μου κάνει εντύπωση γιατί δεν τον γνωρίζω, του Μητροπολίτη Ναυπάκτου, ενός Ιερόθεου..
Ευτυχώς που πρόλαβα και σε βρήκα πριν μονάσεις του έλεγα. Και απαντούσε »ο ιερός Χρυσόστομος, λέει πως δεν υπάρχει διαφορά .Ό,τι κάνουν οι μοναχοί ισχύει και για μας στον κόσμο»
Γιώργο, τώρα που δε μας ακούει, σκέφτομαι γιατί;
Γιατί του φύλαγε τέτοιο θάνατο κι εγώ το τέρας ζω;
Δεν λέω πως ήμουν καμιά άθεη, μα ούτε τυπική με την εκκλησία ήμουν, πλήρη άγνοια από τέτοια βιβλία είχα, άρα;
Όπως σου είχα γράψει, ξέραμε από την αρχή πως δεν υπάρχουν ελπίδες, στον ίδιο είπαμε πως ήταν μια ιάσιμη μορφή.
Δεν ξέρω αν το είχε πιστέψει. Πάντως, τρεις μήνες πριν το τέλος, νοσηλευόμασταν στο ………… Τον πήραν για μια τομογραφία. Ρώτησε το γιατρό κι εκείνος του απάντησε »είναι πάρα πολύ δύσκολη η περίπτωσή σου, μα στην Ιατρική ποτέ δε λέμε ποτέ». Από τότε ήταν σίγουρος. Κι αυτή τη στιχομυθία τη μάθαμε από το γιατρό όχι από τον ίδιο..
Ο Μάρκος ήταν η περίπτωση που ο πάσχων στήριζε το περιβάλλον κι όχι το περιβάλλον τον πάσχοντα.
Ο Μάρκος ήταν πάντα πολύ ήρεμος, δεν αγχωνόταν κι όταν τον ρωτούσα από πού αντλεί τη σιγουριά του, μου έλεγε διάφορα που δεν θυμάμαι, και το »και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».
Είχε πίστη, κι όταν του έλεγα, γιατί εγώ δεν μπορώ να ‘δω’, μου έλεγε »όταν προσεύχεσαι να λες, Κύριε φώτισόν μου το σκότος».
Όταν κατέρρεα κι έβγαζα τη »μάσκα» της ψύχραιμης, μου έδειχνε μια εικόνα της Παναγίας του ……..  που είχε δίπλα του, και μου έλεγε: »Μη στενοχωριέσαι, η Παναγία, των θλιβομένων η χαρά, δε θα σε αφήσει. Εγώ θα γίνω καλά, μη φοβάσαι»
Ένα βράδυ, έσπασα και του είπα »εγώ θα δώσω τέλος, αν συμβεί κάτι, θα δώσω τέλος»
Και ξέρεις Γιώργο, σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, τα μάτια του γίναν ζωηρά και μου είπε »τέλος; μην την ξαναπείς αυτή τη λέξη! θα δώσουμε τέλος, να χάσουμε τον Παράδεισο;»
Φορούσε πάντα έναν ξύλινο σταυρό με ένα πέτσινο λουράκι, δεν τον έβγαζε ποτέ, ούτε στη θάλασσα.
Μέσα στα νοσοκομεία, κρατούσε στην παλάμη του κι άλλον έναν. Ούτε όταν αποκοιμιόταν δεν του έπεφτε.
Όταν έκλαιγα, μου έλεγε, κράτα το σταυρό και λέγε, »σταυρέ του Χριστού σώσον ημάς τη δυνάμει σου», λέγε, »χαίρε ξύλο μακάριο», και άλλα που δεν τα είχα ακούσει ποτέ ούτε σε λειτουργίες.
Εξουθενωμένος από τον πυρετό και τις θεραπείες, έλεγε »συ ει η υπομονή μου Κύριε» και μου έλεγε να το λέω κι εγώ.
Θυμάμαι ξεκάθαρα τις τελευταίες του φράσεις, μεσημέρι Δευτέρας 13 Σεπτέμβρη.
Ήδη από την Κυριακή, μας είπαν οι γιατροί πως πέρασε σε γενικευμένη πολυοργανική ανεπάρκεια, μόνο η καρδιά του τον κρατούσε. Λίγες ώρες ή λίγες μέρες μας είπαν..
Το μεσημέρι της Δευτέρας άνοιξε τα μάτια του και μου είπε: »Να ξαναπαντρευτείς, ν’ αποκτήσεις τον/την …………(το παιδί που δεν απέκτησαν) και να τον/την κάνεις ν’ αγαπήσει την …………(την ιδιαίτερη πατρίδα του)’.
Όταν άρχισα να έχω λυγμούς, μου κρατούσε το χέρι αδύναμα, και μου είπε »μη φοβάσαι, είμαι καλά, ΕΙΚΩΝ ΕΙΜΙ ΤΗΣ ΑΡΡΗΤΟΥ ΔΟΞΗΣ ΤΟΥ»
Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια. Έπεσε σε κώμα.
Τρίτη 14 του Σεπτέμβρη,5:42 το απόγευμα έφυγε…
Οχτώ περίπου μήνες μετά, όταν στοιχειωδώς επανεντάχτηκα, τα είπα αυτά τα λόγια στο γέροντα στη μονή Μ………….
»Αχ παιδάκι μου, μου λέει, να ήξερες τι σημαίνει αυτό, να ήξερες πού είναι τώρα, κι εσύ κλαις..»
υτός ήταν ο ΜΑΡΚΟΣ!!! Και για να καταλάβουμε λίγο καλύτερα τι ακριβώς συνέβη, ας σκεφτούμε τα εξής: Ο Μάρκος μέσα σε μια εβδομάδα είδε μπροστά του να ξετυλίγεται ένα προσωπικό δράμα. Είδε, ο απόγονος του να χάνεται. Όσοι έχουν κάποια εμπειρία από αποβολές σε τέτοιο στάδιο εγκυμοσύνης, γνωρίζουν για τι πράγμα μιλάμε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πρόβαλλε, απειλητικά μπροστά του το πρόσωπο του θανάτου, με μία λίαν επώδυνη μορφή. Στη συνέχεια, είδε το τέλος να έρχεται και σιγά – σιγά να αποχωρίζεται από οτιδήποτε τον συνδέει με τη ζωή. Και μάλιστα αυτό να γίνεται μέσα σε πόνους. Είδε ακόμη και αυτή του την ομορφιά να χάνεται, να πνίγεται μέσα στα ‘σχήματα’ της χημειοθεραπείας. Και όλα αυτά, ενόσω τα  ‘είχε’ καλά με το Θεό, ήταν σωστός στις υποχρεώσεις του. Και όμως.
Ο Μάρκος, όμως δεν λύγισε. Δέχτηκε τον σταυρό που μας υποσχέθηκε ο Χριστός. Τον αγάπησε τον σταυρό του, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τον κουβάλησε πρόθυμα μέχρι το τέλος. Άραγε είναι τυχαίο που ο Μάρκος ‘έφυγε’ την ημέρα της υψώσεως του Σταυρού, σταυρού που τόσο αγάπησε ώστε να λέει κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας του τους Χαιρετισμούς του Σταυρού; Και τι έγινε στο τέλος; Απλά, για εμάς, ένα θαύμα!
Τα τελευταία του λόγια ήταν ένα απόσπασμα από τη νεκρώσιμη ακολουθία, που υποδήλωνε με σαφέστατο τρόπο, πως έφθασε το καθ’ ομοίωσιν, ότι αγίασε. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως παραληρούσε. Ναι θα μπορούσε να είναι και έτσι.
Αλλά, ξυπνώντας κάποιος από κώμα προερχόμενο από πολυοργανική ανεπάρκεια, εφόσον άρχιζε να παραληρεί, το πιο λογικό θα ήταν να χρησιμοποιεί στο παραλήρημα του φράσεις και εικόνες που χρησιμοποιούσε κάθε μέρα, και να τα συνδέει αυτά με τρόπο ασυνάρτητο αρκετές φορές.
Μόνο, που στην προκειμένη περίπτωση, αυτά τα λόγια ‘Εικών ειμί της αρρήτου δόξης Του’ δεν περιέχονται σε ΚΑΝΕΝΑ προσευχητάριο, δεν λέγονται από κανέναν Χριστιανό, στις προσευχές που κάνει κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το πιο λογικό, εφόσον παραληρούσε, θα ήταν να λέει διάφορες προσευχές που συνήθιζε να διαβάζει κάθε μέρα.
Βέβαια, όλα όσα έλεγε ο Μάρκος ήταν απολύτως λογικά, και έβγαζαν νόημα. Δεν παραληρούσε ο Μάρκος. Τι συνέβη; Τίποτα το ιδιαίτερο…
Απλά έτσι ‘φεύγουν’ οι άντρες, έτσι κοιμούνται οι άγιοι, έτσι παίρνει σάρκα και οστά το:
«Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας…»

Πηγή: http://istologio.org



Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος


Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής καταγόταν από κάποιο φτωχό χωριό της Γαλιλαίας που ονομαζόταν Βηθσαϊδά. Ήταν γιος του ψαρά Ζεβεδαίου και της Σαλώμης που ήταν συγγενής της Παναγίας Μητέρας του Χριστού. Πολύ νωρίς έγινε μαθητής του Ιωάννου Προδρόμου ενώ παράλληλα εργαζόταν και στην τέχνη του ψαρά κοντά στον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο.

Κάποια μέρα λοιπόν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάδιζε αργά στις όχθες του Ιορδάνου διδάσκοντας τον λαό την μετάνοια και βαπτίζοντας στον Ιορδάνη. Μαζί του ήσαν και δύο από τους μαθητές του, ο αδελφός του Πέτρου, και ο Ιωάννης. Καθώς ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος τον Ιησούν Χριστόν παράξενα ακούγονται τα λόγια του: «Ίδε ο αμνός του Θεού».

Η καρδιά των δύο μαθητών σκιρτά στο άκουσμα των λόγων αυτών. Μήπως είναι ο Μεσσίας που περιμένουν;...

Μόλις τον βλέπουν ν' απομακρύνεται τον ακολουθούν με κάποια προσμονή και ελπίδα. Ο Ιησούς γνωρίζοντας τον πόθο τους να τον πλησιάσουν στρέφεται και τους ρωτά:

-Τι ζητείται;

-Ραββί, που μένεις; του απαντούν.

-Έρχεσθε και ίδετε. Ελάτε να διαπιστώσετε μόνοι σας. Ήλθαν λοιπόν και έμειναν κοντά του όλο εκείνο το ευτυχισμένο απόγευμα...

Ύστερα από λίγες μέρες καθώς τακτοποιούσαν και ετοίμαζαν τα δίχτυα ο Ιωάννης με τον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο, βλέπει και πάλι τον Ιησούν να τον πλησιάζη. Η καρδιά του και πάλι σκυρτά στο αντίκρυσμα του θεϊκού εκείνου προσώπου και περιμένει ν' ακούση κάτι πολύ σημαντικό από το στόμα του Διδασκάλου.

Πράγματι, ο λόγος του τους καλεί να τον ακολουθήσουν και οι δύο αδελφοί στον ιερό και ύψιστον έργον του. Και αυτοί, χωρίς να υπολογίσουν τα καΐκια και τα δίχτυα, περιουσία και τον πατέρα που θα άφηναν μόνο του στην εργασία, τα εγκαταλείπουν όλα και τον ακολουθούν.

Από τη μέρα εκείνη ο σύνδεσμος του Ιωάννου με τον Ιησούν γίνεται βαθύς, άρρηκτος, ισόβιος. Εκείνος ο αγαπημένος διδάσκαλος και αυτός ο αγαπημένος, ο κατ' εξοχήν αγαπημένος μαθητής του. Τον ακολουθεί καθ' όλη τη διάρκεια της δημοσίας ζωής του επί τρία χρόνια. Όταν ο Κύριος ανέβηκε στο όρος Θαβώρ για να μεταμορθωθή, ανέβηκε μαζί και αυτός ο αγαπημένος μαθητής μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και είδε εκεί την Μεταμόρφωσι του Θεού Λόγου και την φωνή του Θεού Πατρός που έλεγε: «ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ώ ηυδόκησα αυτού ακούετε».

Επίσης κατά τον Μυστικόν Δείπνον εκάθισε κοντά στον αγαπημένο του Διδάσκαλο και όταν έμαθαν οι μαθηταί ότι κάποιος απ' αυτούς θα τον προδώση, αυτός έπεσε πάνω στο στήθος του Ιησού και τον ερώτησε:

- Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε προδώση;

Όταν πάλι έπιασαν τον Χριστόν οι Ιουδαίοι αυτός τον ακολούθησε και μπήκε στην αυλή του Αρχιερέως σαν γνωστός του και κοντά σ' αυτόν μπήκε και ο Πέτρος.

Όταν τέλος εσταυρώθη ο Κύριος αυτός ήτο παρών κοντά στον Σταυρό εκείνες τις στιγμές, ενώ όλοι τον είχαν εγκαταλείψει, ο Διδάσκαλος αναθέτει στον αγαπημένο του μαθητή την μητέρα του απευθυνόμενος στοργικά της λέει: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», γυρίζοντας κατόπιν προς τον Ιωάννην του λέγει: «Ιδού η μήτηρ σου». Τι άλλο μπορεί να υπάρξη πιο μεγάλη ευτυχία από τον λόγον αυτόν;

Από την ώρα εκείνη λοιπόν, επήρε, όπως ήταν άξιο και πρέπον, στο σπίτι του την Μητέρα και Παρθένον, αυτός που ήταν κατά το σώμα και την ψυχήν Παρθένος. Και όταν ανεστήθη ο Κύριος, αυτός αφού πρόλαβε τον Κορυφαίον Πέτρον και αφού έσκυψε πρώτος στον τάφο, είδε τα εντάφια και τον Χριστόν που ποθούσε. Δέχεται απ' Αυτόν το ζωογόνον φύσημα και προβάλλεται της Οικουμένης όλης Απόστολος. Αυτός είδε τον Κύριον όταν ανελήφθη.

Αυτός έπειτα εδέχθη την επιφοίτησιν του Παρακλήτου εν είδει πυρίνων γλωσσών μαζί με τους άλλους συμμαθητάς κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Αυτός τέλος και μέχρι την Κοίμησιν της Θεοτόκου έμεινε στα Ιεροσόλυμα, υπηρετώντας αυτήν σ' όλες τις ανάγκες.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Ύστερα από την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. από τον Τίτον, έπεσε ο κλήρος ο Ιωάννης να έλθη στην Μικρά Ασία, που ήταν γεμάτη από είδωλα και ολόκληρη ήταν αφημένη στην ειδωλολατρική πλάνη.

Για το πράγμα αυτό λυπήθηκε ο Απόστολος και επειδή σαν άνθρωπος τον έπιασε αγωνία και δεν ήλπισε καθόλου στην ανίκητη δύναμη του Θεού, έπεσε κατά παραχώρησιν Θεού σε πειρασμό, ώστε να συγχωρεθη με τον πειρασμό το ανθρώπινο σφάλμα του. Διότι οι μεγάλοι και τέλειοι άνδρες στην αρετή πρέπει να φυλάγουν την ακρίβεια και στα μικρότερα πράγματα. Προλέγει λοιπόν ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορον την τρικυμία και το ναυάγιο που επρόκειτο να  υποστούν και ότι μόνον ο Ιωάννης επρόκειτο να πειρασθή στην θάλασσα για σαράντα ημέρες.

Αφού λοιπόν έγινε η τρικυμία, όπως το προείπε ο Απόστολος, τα κύματα της θαλάσσης έβγαλαν τον Πρόχορον στην Σελεύκειαν. Εκεί κατασυκοφαντήθηκε ότι είναι μάγος και ότι πήρε χρήματα από το πλοίο που ναυάγησε και τα ξοδεύει. Από την Σελεύκεια επήγε σ' έναν τόπο της Ασίας που λέγεται Μαρμαρεώτης σε διάστημα σαράντα ημερών.

Όταν πήγε ευρήκε τον δάσκαλο του Ιωάννη που τον είχε βγάλει εκεί η θάλασσα. Δόξασαν λοιπόν και οι δύο τον Θεόν που τους εγλύτωσε και τον ευχαρίστησαν.
 
ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟ.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΛΟΥΤΡΟ.

Έπειτα πήγαν και οι δύο στην Έφεσο, όπου συνάντησαν μια γυναίκα με το όνομα Ρωμάνα, που ήταν ξακουστή για την κακία της ως την Ρώμη. Αυτή λοιπόν αφού πήρε τον μέγαν Ιωάννην και τον μαθητήν του Πρόχορον τούς ανάγκασε να δουλεύουν σ' ένα δικό της λουτρό. Επειδή δε ο Ιωάννης, καθώς ήταν άπειρος από τέτοια δουλειά συνέβαινε να κάνει μερικά σφάλματα σε μερικές εργασίες, τούς μεταχειριζόταν εκείνη η κακή γυναίκα με τόση μεγάλη ωμότητα και απανθρωπιά, σαν να τους είχε εξαγορασμένους δούλους. Τον Ιωάννη τον είχε υπηρέτη για να χύνη νερό σ' όσους έκαναν λουτρό.

Μέσα σ' εκείνο το λουτρό κατοικούσε και ένας άγριος Δαίμονας που συνήθιζε τρεις φορές κάθε χρόνο να πνίγη ένα νέον ή μια νέα. Επήρε δε την άδεια και άρχισε να κάνη τέτοιον φόνον ο διάβολος, διότι όταν θεμελιωνόταν εκείνο το λουτρό έπεισε ο σιχαμερός εκείνους που έκτιζαν να χώσουν μέσα στα θεμέλια ένα νέον και μια νέα, με σκοπό τάχα να αντιλαλή και να βγάζη μεγάλον ήχον το λουτρό. Απ' αυτό λοιπόν αφού πήρε αφορμή ο ανθρωποκτόνος διάβολος, έπνιγε εκεί συχνά τους ανθρώπους.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΜΝΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΟΥ.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΑΥΤΩΝ

Ύστερα από τρεις μήνες λοιπόν, αφ' ότου πήγαν στο λουτρό ο Ιωάννης και ο Πρόχορος, καθώς έμπαινε στο λουτρό για να λουσθή κάποιος Δόμνος, παιδί του Διοσκορίδου του συζύγου της Ρωμάνας, πνίγηκε από τον Δαίμονα. Θρηνούσε λοιπόν η Ρωμάνα απαρηγόρητα για τον θάνατο του Δόμνου.

Ο πατέρας του Διοσκουρίδης όταν έμαθε την ξαφνική είδησι τού θανάτου του επέθανε από την υπερβολική λύπη. Παρακαλούσε λοιπόν η Ρωμάνα την ψευτοθεά Άρτεμιν για να αναστήση τον Δόμνον και έκοβε τις σάρκες της. Όμως μάταια τα έκανε όλα αυτά.

Ο Ιωάννης λοιπόν ρώτησε τον Πρόχορο για ποια αιτία θρηνεί η Ρωμάνα. Εκείνη όταν τους είδε να συνομιλούν έπιασε και άρχισε να τον συκοφαντή ότι είναι μάγος και τέλος να τον φοβερίζη ότι πρόκειται να τον θανατώση, εάν δεν μεταχειρισθή κάθε μέσον για να αναστήση τον Δόμνον.

Αφού λοιπόν αναγκάσθηκε έτσι ο Απόστολος έκανε προσευχήν. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως ανεστήθη ο Δόμνος. Αυτό το θαύμα όταν είδε η Ρωμάνα έμεινε εκστατική και άρχισε να αποκαλή τον Ιωάννην Θεόν και υιόν Θεού.

Ύστερα αφού εξωμολογήθηκε ειλικρινά τις αμαρτίες της και αφού ζήτησε συγχώρησι για τις κακοπάθειες που προξένησε στον Απόστολο και τον μαθητή του, επέστρεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε. Ύστερα δε από τον Δόμνον ο Ιωάννης ανέστησε και τον πατέρα του τον Διοσκουρίδη και τον εβάπτισε. Επίσης εβάπτισε και τον αναστηθέντα υιόν του και όλους τους άλλους που έτρεξαν εκεί. Έδιωξε δε και τον πονηρό Δαίμονα που κατοικούσε μέσα στο λουτρό.
ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ

Επειδή οι Εφέσιοι ετελούσαν μεγάλη γιορτή στην ψευτοθεά Άρτεμιν, γι' αυτό ο Απόστολος επήγε κατά τον καιρό της γιορτής και ανέβηκε επάνω σ' εκείνο το μέρος, όπου στεκόταν το είδωλον της Αρτέμιδος. Οι όχλοι όμως βλέποντας τον θύμωσαν πολύ και άρχισαν να τον λιθοβολούν. Όμως οι πέτρες δεν χτύπησαν καθόλου τον Άγιον, αλλά το είδωλον μέχρι που το συνέτριψαν.

Εκείνοι όμως οι ανόητοι δεν θέλησαν να έλθουν σε συναίσθησιν, αλλά βλέποντας τον Απόστολον να τους μιλάη για πίστι, πάλι τον λιθοβολούσαν. Οι πέτρες όμως παράδοξα επέστρεφαν και κτυπούσαν τους ίδιους και τους επλήγωναν. Τότε ο θείος Απόστολος έκανε προσευχή στον Θεό και αμέσως έγινε σεισμός και μεγάλος βρασμός της γής και χάθηκαν απ' αυτόν διακόσιοι άνθρωποι. Βλέποντας αυτό οι υπόλοιποι άνθρωποι μόλις και μετά βίας απαλλάχθηκαν από την μέθη και τον σκοτισμό της πλάνης και παρακαλούσαν θερμά τον Απόστολο να ελεηθούν και οι ίδιοι και να αναστηθούν όσοι πέθαναν. Πάλι λοιπόν, αφού προσευχήθηκε ο Απόστολος, αμέσως όλοι αναστήθηκαν. Και επειδή έγινε πάλι βρασμός της γής, γι' αυτό έπεσαν όλοι στα πόδια του Αποστόλου και, αφού πίστεψαν στον Χριστό, βαπτίσθηκαν.

Έπειτα πήγε ο θείος Απόστολος σ' ένα τόπον που ωνομαζόταν Τύχη και εκεί θεράπευσε ένα παράλυτο που ήταν κατάκοιτος δώδεκα ολόκληρα χρόνια.

Επειδή λοιπόν έκανε ο Απόστολος και άλλα πολλά θαύματα και η φήμη τους έτρεχε παντού, βλέποντας αυτά εκείνος ο Δαίμονας, που έμενε και κατοικούσε στον ναόν της Αρτέμιδος, και γνωρίζοντας ότι και ο ίδιος θα διωχθή απ' εκεί απ' τον Ιωάννη μεταμορφώθηκε σε στρατιώτη, κρατώντας στα χέρια χαρτιά και κλαίγοντας ότι δήθεν έφυγαν απ' τα χέρια του δυο μάγοι άριστοι και εξαιρετικοί που του δόθηκαν από την εξουσία να τους φυλάγη. Εξ' αιτίας αυτού τον έβαλαν σε μεγάλον κίνδυνο με τη φυγή τους. Έδειχνε δε στους ανθρώπους εκεί και ένα δέμα φλωριά και υποσχόταν να το δώση σ' αυτούς εάν βρουν τους μάγους και τους θανατώσουν.

Ακούγοντας λοιπόν αυτά πολλοί κινήθηκαν εναντίον του σπιτιού του Διοσκουρίδου φοβερίζοντας ότι θα το κατακαύσουν μαζί μ' αυτόν, αν δεν παραδώση στα χέρια τους, τους μάγους. Ο ευλαβής όμως και ευγνώμων Διοσκουρίδης προτιμούσε καλύτερα να καή παρά να παραδώση τους Αποστόλους, που του φανήκαν ευεργέτες του. Ο δε μέγας Ιωάννης προγνωρίζοντας με την προορατικήν χάριν του Αγίου Πνεύματος, ότι αν παραδοθή σ' αυτούς πρόκειται πάλι να κάνη θαύματα και απ' αυτό να επιστρέψη πολλούς στην ζωή της ευσεβείας παρέδωκε τον εαυτό του ο ίδιος μαζί με τον Πρόχορον στους απίστους.

 Αφού λοιπόν σύρθηκαν από τους απίστους οι Απόστολοι του Κυρίου, όταν πήγαν στον ναό της Αρτέμιδος, προσευχήθηκαν στον Θεό να γκρεμισθή ο ναός, αλλά κανένας άνθρωπος να μη πάθη κακό. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως έγινε αυτό. Τότε ο μέγας Απόστολος διατάζει τον Δαίμονα που κατοικούσε εκεί με αυτά τα λόγια:

- Σε σένα ομιλώ τον ακάθαρτο Δαίμονα.

- Τι θέλεις; Αποκρίθηκε η φωνή.

- Θέλω να ομολογήσης φανερά πόσα χρόνια κατοικείς εδώ και αν είσαι συ που ξεσήκωσες τόσον λαόν εναντίον μας, ξανάπε ο Απόστολος.

Πιεζόμενος ο Δαίμονας από την θέλησιν του Αγίου αποκρίθηκε.

- Διακόσια σαράντα εννιά χρόνια κατοικώ σ' αυτόν τον ναό. Πράγματι, εγώ είμαι αυτός που εκίνησα όλους αυτούς εναντίον σας.

- Σου παραγγέλω εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου να μη κατοικήσης πια σ' αυτόν τον τόπον, είπε πάλι ο Απόστολος.

Αμέσως λοιπόν έφυγε ο Δαίμονας από την πόλι της Εφέσου. Οι Έλληνες δε βλέποντας αυτά εφοβήθηκαν και οι περισσότεροι απ' αυτούς τρόμαξαν. Απ' το γεγονός αυτό πίστεψαν πολλοί στον Κύριο Ιησού και βαπτίσθηκαν στο Όνομά Του.
 
ΕΞΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ.

 Επειδή λοιπόν έκανε και άλλα πολλά θαύματα ο Ιωάννης, και γύρισε πολύ πλήθος Ελλήνων στην πίστι του Χριστού και έπειτα επειδή η φήμη τους έφθασε στ' αυτιά του τότε βασιλέως Δομιτιανού που εβασίλευε κατά το 82, ο Δομιτιανός έστειλε και έφερε μπροστά του τον μέγαν Ιωάννην μαζί με τον Πρόχορον.

Αφού λοιπόν τους έκανε ερωτήσεις και είδε την σταθερότητα που έδειξαν για την πίστι τους τούς υπέβαλε σε βασανιστήρια. Τους έβαλε να πιούν δηλητήριο και αφού δεν έπαθαν τίποτε τους έριξε σ' ένα πιθάρι μεγάλο με βραστό λάδι. Αφού και απ' εκεί βγήκαν χωρίς να πάθουν το παραμικρό με διαταγή του Δομιτιανού εξορίζονται στην νήσο Πάτμο. Ο Κύριος όμως είχε προλάβει και εφανέρωσε με όραμα στον Ιωάννη για την υπόθεσι αυτή. Δηλαδή ότι πρόκειται να πάθη πολλούς πειρασμούς και ότι θα εξορισθή σ' ένα νησί που έχει μάλιστα πολύ μεγάλη ανάγκη της δικής του παρουσίας.

Πλέοντας λοιπόν στην θάλασσα ο Απόστολος μαζί με τους σωματοφύλακες του βασιλέως ανέστησε ένα στρατιώτη που πέθανε στον δρόμο. Αλλά και την τρικυμία που έγινε ύστερα απ' αυτά στην θάλασσα την μετέβαλε σε γαλήνη. Κατά παράκλησιν του στρατιώτη θεράπευσε και ένα από τους σωματοφύλακες που έπασχε από δυσεντερία και κινδύνευε να πεθάνη ύστερα από λίγο. Βλέποντας λοιπόν αυτά οι σωματοφύλακες επίστεψαν όλοι στον Χριστό και βαπτίσθηκαν.

Αφού λοιπόν έφθασε ο Ιωάννης στην Πάτμο, ελευθέρωσε τον Απολλωνίδη, το παιδί του Μύρωνος από το μαντικό πνεύμα που κατοικούσε σ' αυτόν και το εξώρισε μακρυά απ' το νησί. Απ' το θαύμα αυτό επίστευσαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν όλοι οι άνθρωποι που ευρίσκοντο στο σπίτι του Μύρωνος. Το ίδιο και ο Απολλωνίδης που ελευθερώθηκε και η θυγατέρα του Χρυσίππη με τους ανθρώπους της. Ύστερα δε βαπτίσθηκε και ο ίδιος ο Ανθύπατος, δηλαδή ο άρχοντας της χώρας της Πάτμου.
ΚΥΝΩΨ Ο ΜΑΓΟΣ

Ευρίσκετο στην Πάτμο κάποιος μάγος που ονομαζόταν Κύνωψ, που κατοικούσε σ' έρημο τόπο από αρκετά χρόνια μαζί με τα ακάθαρτα Δαιμόνια. Αυτόν τον μάγον όλοι όσοι κατοικούσαν στο νησί τον θεωρούσαν σαν θεό, για τις φαντασίες και ενέργειες των Δαιμόνων που εγίνοντο απ' αυτόν. Οι δε ιερείς του ψεύτικου θεού Απόλλωνος καθώς είδαν τον Ιωάννη που εδίδασκε με πολλή παρρησία την πίστη στον Χριστό, έτρεξαν στον Κύνωπα και τον παρακάλεσαν γονατιστοί να κινηθή κατά του Ιωάννου, επειδή αυτός ερήμωσε σχεδόν τον ναόν του Απόλλωνος και απεμάκρυνε όλους από τον σεβασμό και την λατρεία των θεών.

Ο Κύνωψ λοιπόν όταν άκουσε αυτά υπερηφανεύθη και έκρινε ανάξιο της υπολήψεως του το να πάη μόνος στη χώρα. Αφ' ενός μεν διότι για διάστημα πολλών χρόνων βρισκόταν στην έρημο κλεισμένος. Αφ' ετέρου δε επειδή αυτοί που βρίσκονταν στην χώρα της Πάτμου αυτοί πήγαιναν σ' αυτόν και όχι αυτός προς εκείνους. Γι' αυτό υποσχέθηκε στους ιερείς ότι αυτός θα στείλη έναν πονηρόν Άγγελον στο σπίτι του Μύρωνος που πίστεψε, για να πάρη την ψυχή του Ιωάννου που έμενε εκεί και να την παραδώση σε καταδίκη αιώνια.

Έστειλε λοιπόν ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών Δαιμόνων προς τον Ιωάννη, όπως υποσχέθηκε. Ο Δαίμονας δε αφού πήγε στο σπίτι του Μύρωνος, στάθηκε στο μέρος εκείνο όπου ήτο ο Ιωάννης.

Μόλις όμως τον γνώρισε ο θείος Απόστολος του λέγει:"

- Σου παραγγέλω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μη βγης από τον τόπο που στέκεσαι έως ότου μου φανερώσης για ποια αιτία ήλθες σε μένα.

Και αμέσως με τον λόγο του Αποστόλου στάθηκε το Δαιμόνιον δεμένο και απήντησε ως εξής πιεζόμενο από την θεία δύναμι:

-   Οι ιερείς του Απόλλωνος ήλθαν στον Κύνωπα και είπαν πολλά     
εναντίον σου και τον παρακάλεσαν να έλθη εδώ στην χώρα και
να σε θανατώση. Ο Κύνωψ όμως δεν καταδέχθηκε λέγοντας.
Είναι πολλά χρόνια που δεν βγήκα από τον τόπο αυτό και τώρα
για ένα άνθρωπο μικρόν και ασήμαντο να αφήσω την αγαπητή
μου ερημιά και ζωή; Γυρίστε όμως πίσω και αύριο θα στείλω
Άγγελον πονηρόν για να πάρη την ψυχή του Ιωάννου και να
την φέρη σ' εμένα για να την παραδώσω σε κρίσιν.

Και ο Ιωάννης του είπε:

- Εστάλης ποτέ από τον Κύνωπα για να πάρης ψυχή ανθρώπου και την πήγες σ' αυτόν;

- Με έστειλε και θανάτωσα μεν άνθρωπον, αλλά ψυχήν ανθρώπου ποτέ δεν παρέδωσα σε κόλασιν, αποκρίθηκε ο Δαίμονας.

- Για ποιόν λόγο υπακούετε στον Κύνωπα; Ρώτησε ο Ιωάννης.

- Όλη η δύναμη του Σατανά κατοικεί μέσα σ' αυτόν. Και έχει συμφωνίαν αυτός μεν να είναι πάντα μαζί μας εμείς δε πάντα μαζί του. Και ο Κύνωψ ακούει εμάς τους Δαίμονες, εμείς δε οι Δαίμονες ακούμε τον Κύνωπα.

- Άκουσε, πνεύμα πονηρό. Σε διατάζει ο Ιωάννης, ο Απόστολος του Υιού του Θεού, άλλη φορά να μην ενοχλήσης άνθρωπον, ούτε να γυρίσης στον τόπο σου. Αλλά να φύγης έξω απ' αυτό το νησί και να περιπλανάσαι εδώ και εκεί.

Και αμέσως το πνεύμα έφυγε μακρυά απ' το νησί.

Βλέποντας λοιπόν ο Κύνωψ ότι δεν επέστρεψε σ' αυτόν το πρώτο Δαιμόνιον έστειλε και δεύτερο. Αλλά επειδή και αυτό έπαθε τα ίδια, έστειλε ακόμη και άλλα δύο Δαιμόνια από τα αρχοντικά, για να μπη το ένα στο σπίτι όπου έμενε ο Ιωάννης και το άλλο να σταθή έξω και να ιδή αυτά που γίνονται και να γυρίση να τα φανερώση στον Κύνωπα. Επειδή λοιπόν πήγε το ένα Δαιμόνιο και διώχθηκε έξω απ' το νησί όπως διώχθηκαν και τα δύο πρώτα, εκείνο το Δαιμόνιο που στεκόταν έξω γύρισε και φανέρωσε στον Κύνωπα αυτά που έγιναν. Ωργίσθηκε λοιπόν ο Κύνωψ και πήρε μαζί του όλα τα πλήθη των Δαιμόνων και πήγε στην Χώρα. Ηχολόγησε όλη η Χώρα και ταράχθηκε μόλις είδε τον Κύνωπα και όλοι τον προσκυνούσαν. Πρόφθασε δε τον Ιωάννη ο Κύνωψ, την ώρα που δίδασκε τον λαόν, και κυριεύθηκε από θυμόν πολύν και είπε στον λαό.

- Άνθρωποι ανόητοι και τυφλοί, ακούστε. Αν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και όσα λέγει αν είναι αλήθεια θα θεραπεύση και σας και μένα. Αν μπορέση να κάνη εκείνο που θα πω σ' αυτόν τότε και εγώ πιστεύω σ' όλα όσα λέγει.

Αφού κράτησε λοιπόν ο Κύνωψ ένα νέον που ήτο εκεί του λέγει:

- Νέε, ζη ο πατέρας σου;
- Ναυάγησε και πνίγηκε στον βυθό της θαλάσσης, απεκρίθηκε ο νέος.

Τότε λέγει ο Κύνωψ στον Ιωάννη:

 - Να, δείξε πράγματι αν είναι αληθινά τα λόγια σου, και αφού ανεβάσης από το βάθος της θαλάσσης τον πατέρα του νέου αυτού φέρε τον μπροστά σ' όλους μας ζωντανό και υγιή.
    - Δεν με έστειλε ο Χριστός για να ανασταίνω νεκρούς, αλλά για να διδάσκω πλανεμένους ανθρώπους.

Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς όλον τον λαόν.

- Τώρα λοιπόν να καταλάβετε και να πεισθήτε ότι αυτός είναι πλάνος και σας ξεγελά με μαγικές τέχνες. Κρατήστε τον λοιπόν μέχρι που να φέρω εγώ από την θάλασσα τον πατέρα του νέου και να τον παρουσιάσω ζωντανό.

 Αφού κρατήθηκε ο Ιωάννης, άπλωσε τα χέρια του ο Κύνωψ και τα κτύπησε. Έγινε λοιπόν στην παραλία μεγάλος κρότος, ώστε όλοι φοβήθηκαν. Τότε ο Κύνωψ εξαφανίσθηκε από τα μάτια όλων των ανθρώπων. Αμέσως δε φώναξαν δυνατά και είπαν: «Μεγάλος είσαι Κύνωψ και εκτός από σένα δεν υπάρχει άλλος». Ξαφνικά λοιπόν βγήκε από την θάλασσα ο Κύνωψ έχοντας μαζί του ένα Δαίμονα που φαινόταν να μοιάζη στο πρόσωπο του πνιγμένου πατέρα του νέου, και όλοι εθαύμασαν.

Έπειτα λέγει προς τον νέον:

- Αυτός είναι ο πατέρας σου;

- Ναι, κύριε, απήντησε ο νέος.

Και έτσι όλοι προσκύνησαν τον Κύνωπα και ήθελαν να θανατώσουν τον Ιωάννη. Ο Κύνωψ όμως δεν άφησε να τον θανατώσουν λέγοντας: «Όταν δήτε μεγαλύτερα θαύματα απ' αυτά τότε να τιμωρηθή όπως του αξίζει».

Αφού κάλεσε λοιπόν πάλι άλλον άνθρωπον του είπε:

- Είχες υιόν;
    - Ναι, κύριε, είχα και κάποιος τον εφθόνησε και τον θανάτωσε, απεκρίθη εκείνος.
    - Θα αναστηθή ο υιός σου, του είπε ο Κύνωψ.

Και αμέσως κάλεσε με το άνομα και τον φονιά και τον φονευθέντα. Πράγματι και οι δυο μαζί παρουσιάσθηκαν μπροστά. Είπε λοιπόν ο Κύριος στον άνθρωπο:

- Αυτός είναι ο υιός σου; Και αυτός είναι εκείνος που τον εφόνευσε;

- Ναι, Κύριε, απεκρίθη ο άνθρωπος.

Τότε καυχώμενος ο Κύνωψ είπε στον Ιωάννη.

- Τι θαυμάζεις, Ιωάννη;

- Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου γι' αυτά.

- Όταν δης μεγαλύτερα θαύματα απ' αυτά τότε θα θαυμάσης, είπε ο Κύνωψ.

- Τα θαύματά σου γρήγορα θα διαλυθούν, απήντησε ο Ιωάννης.

Όταν άκουσε αυτόν τον λόγο ο όχλος αμέσως ώρμησε και άρχισε να κτυπά άγρια τον Ιωάννη και ολίγον έλειψε να τον αφήση νεκρόν. Επειδή δε ενόμισε ο Κύνωψ ότι πέθανε ο Ιωάννης είπε προς τον λαόν. Αφήστε τον άταφον για να τον φάγουν τα όρνια. Μόλις πληροφορήθηκαν λοιπόν όλοι ότι πέθανε ο Ιωάννης, έφυγαν απ' εκεί με χαρά και επαίνους για τον Κύνωπα.
ΕΞΑΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΝΩΠΟΣ.

Ύστερα απ' αυτά, όταν άκουσε ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης ζη και διδάσκει τον λαό σ' ένα τόπο που ονομάζεται Λίθου Βολή, κάλεσε τον Δαίμονα εκείνον που χρησιμοποίησε για τις νεκρομαντείες. Αφού πήγε  λοιπόν στον Ιωάννη του είπε:

- Εγώ επειδή ήθελα να σου προξενήσω περισσότερη ντροπή και καταδίκη γι' αυτό ως τώρα σε άφησα να ζης. Αλλά έλα τώρα να πάμε στον γιαλό κι εκεί θα δης την δύναμί μου και θα ντροπιασθής.

Τον ακολουθούσαν δε και οι τρεις Δαίμονες εκείνοι που νομίσθηκαν ότι αναστήθηκαν εκ νεκρών.

Αφού λοιπόν κτύπησε τα χέρια του κι έκανε κρότον, έγινε άφαντος από τα μάτια των ανθρώπων αφού βυθίστηκε ξαφνικά στον βυθόν της θαλάσσης. Οι όχλοι πάλι φώναζαν: «Είσαι μεγάλος, Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος όπως συ». Ο Ιωάννης λοιπόν διέταξε τους Δαίμονες, που εστέκοντο μαζί με τον Κύνωπα σε σχήμα ανθρώπων, να μην κινηθούν απ' την θέσι τους. Και αμέσως προσευχήθηκε στον Θεό να μην φανή πλέον ζωντανός ο Κύνωψ.

Όταν λοιπόν βυθίστηκε ο Κύνωψ έγινε μεγάλος θόρυβος στη θάλασσα. Το νερό δε της θαλάσσης στράφηκε στο μέρος που βυθίστηκε ο Κύνωψ και δεν μπόρεσε πλέον ο άθλιος να βγή από την θάλασσα. Οι Δαίμονες δε που ήσαν με το σχήμα των ανθρώπων που αναστήθηκαν διώχθηκαν απ' τον Ιωάννη εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού μακρυά από την Πάτμο και έγιναν άφαντοι.

Επειδή λοιπόν ο λαός στάθηκε τρία ημερόνυχτα περιμένοντας να βγη ο Κύνωψ απ' την θάλασσα, από την νηστεία και τις φωνές που έβγαζαν και από τη ζέστη του ηλίου ξαπλώθηκαν στη γη άφωνοι οι περισσότεροι απ' αυτούς ώστε και τρία παιδιά πέθαναν. Εξ' αιτίας αυτού τους λυπήθηκε ο μέγας Ιωάννης όλους αυτούς και τα μεν παιδιά που πέθαναν τα ανέστησε, τους δε παραλυμένους ανθρώπους τους δυνάμωσε. Και αφού είπε σ' αυτούς πολλά για την πίστι τους έπεισε όλους να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτισθούν, αφού ο άθλιος Κύνωψ καταποντίσθηκε πια στην θάλασσα, όπως παλαιά ο Φαραώ.
ΠΕΡΙ ΠΡΟΚΛΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΥ.
  
Κάποια γυναίκα που λεγόταν Προκλιανή κατελήφθη από έρωτα πονηρόν για τον υιόν της που λεγόταν Σωσίπατρος (αλλοίμονον!μέχρι που φθάνει η κακία του σαρκικού έρωτα!). Επειδή δε δεν πέτυχε την βρωμερή της επιθυμία κατηγόρησε τον γιο της στον Άρχοντα του νησιού ότι την εβίασε.

Ενώ λοιπόν επρόκειτο να τιμωρηθή ο Σωσίπατρος άδικα από τον Άρχοντα, τον εβοήθησε ο Ιωάννης, επειδή δεν ήταν ένοχος, ως εξής: Ξεράθηκε αμέσως το δεξί χέρι τόσο του Άρχοντος όσο και της αισχρής Προκλιανής, αφού προηγουμένως σείσθηκε η γη μ' ένα μεγάλο ήχο και τρίξιμο.

Όταν λοιπόν έπαθαν αυτήν την τόσο μεγάλη θεϊκή τιμωρία, πίστεψαν και οι δυο στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Και έτσι τα χέρια τους γιατρεύθηκαν και η γη σταμάτησε να κλονίζεται.
 
ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ.

Όταν εβασίλευε ο βασιλιάς Τραϊανός ύστερα από τον Νερουάν κατά το έτος 98, εστάλησαν βασιλικά γράμματα στην Πάτμο που καλούσαν τον θείο Ιωάννη από την εξορία. Ήθελε λοιπόν ο Ιωάννης ν' αναχωρήση από την από την Πάτμο και να πάη στην Έφεσο. Οι Χριστιανοί όμως της Πάτμου θρηνούσαν και έκλαιγαν για τον απόχωρισμό του. Και τι δεν έκαναν για να μη χάσουν τέτοιον καλό Ποιμένα. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν γι' αυτό πρόβαλαν ένα διπλό ζήτημα στον μέγα Απόστολον

Δηλαδή να αφήση σ' αυτούς αντί για τον εαυτό του τους λόγους του και να γράψη σε βιβλίο το Μυστήριον όλης της Οικονομίας του Χριστού για μας.

 Ο Ιωάννης λοιπόν, επειδή υπάκουσε στην δίκαιη επιθυμία τους αφ' ενός, αφ' ετέρου δε παρεκινήθη από την άνωθεν θεία Πρόνοια, ενήστεψε τρεις μέρες έχοντας και τους άλλους Χριστιανούς να νηστεύουν και να τον βοηθούν με την προσευχήν. Ανέβηκε έπειτα στο βουνό που ήταν εκεί με τον μαθητή του Πρόχορον και ανέβασε όλη του τη σκέψι στον Θεό. Και, ώ του Θαύματος! Αμέσως ακούγονται βροντές και αστραπές φοβερές και σαλεύεται όλο το βουνό, ώστε ο μαθητής του Πρόχορος πέφτει από τον φόβο του με το πρόσωπο στην γη και γίνεται σαν νεκρός.

Ο Ιωάννης όμως δεν φοβάται, αλλά στέκεται όρθιος. Επειδή η τέλεια αγάπη που είχε στον Θεό έδιωχνε τον φόβο απ' την καρδιά του όπως ο ίδιος είπε «η τέλεια αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄Ιωάν. δ΄18). Άκουσε λοιπόν μια βροντερή φωνή που έλεγε αυτά «εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο Λόγος» (Ιωάν.α΄1). Αυτήν την φωνή την φανέρωσε ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορο, αφού προηγουμένως τον σήκωσε απ' το χέρι και έδιωξε απ' αυτόν λίγο τον φόβο.

Αφού τέλειωσε λοιπόν όλο το θείον Ευαγγέλιο και το έγραψε με το χέρι του Προχόρου, το παρέδωσε στους Χριστιανούς που το ζήτησαν. Απ' εκεί διαδόθηκε σ' όλα τα πέρατα του κόσμου.
Ο ΝΕΟΣ ΛΗΣΤΗΣ.

Αφού έφυγε από το νησί Πάτμο ο μέγας Απόστολος πήγε σ' ένα τόπο που λεγόταν Αγροικία. Και εκεί αφού γιάτρεψε ένα τυφλόν επήγε σε μια γειτονική πόλι. Εκεί ευρήκε ένα νέον ευγενικό στην ψυχή και ωραίον στο πρόσωπο και τον ωδήγησε στον Χριστό. Έπειτα αφού τον παρεκίνησε να είναι ενάρετος και αφού τον παρέδωκε στα χέρια του Επισκόπου της πόλεως, σαν σε μάρτυρα του Χριστού, για να φροντίζη γι' αυτόν, έφυγε για την Έφεσο. Αφού λοιπόν τακτοποίησε καλά τα εκκλησιαστικά πράγματα εκεί και κατήρησε όλο το ποίμνιον του Χριστού με την διδασκαλία του, και αφού επισκέφθηκε τις άλλες πόλεις που ήσαν κοντά και χειροτόνησε σ' αυτούς Επισκόπους, τότε πάλι επανήλθε στην πόλι που είπαμε προηγουμένως.

Όταν ζήτησε τον νέον εκείνον που παρέδωσε στον Επίσκοπο, έμαθε ότι έγινε αρχηγός των κλεφτών, διότι επήρε άσχημο δρόμο από τις διασκεδάσεις και τις κακές συναναστροφές των συνομηλίκων του νέων, (διότι είναι εύκολος και κατηφορικός ο δρόμος της κακίας). Λυπήθηκε, λοιπόν πολύ ο Απόστολος του Κυρίου για το κατάντημα του νέου εκείνου.

Ξεκίνησε λοιπόν και πήγε μόνος στον τόπο των κλεφτών και παραδόθηκε σ' αυτούς θεληματικά και μέσω αυτών ωδηγήθηκε και βρήκε τον νέο. Όταν τον συνήντησε, επειδή προσπάθησε εκείνος να φύγη (διότι κατάλαβε ότι είναι ο ευεργέτης του Ιωάννης) τον προσείλκυσε ο Απόστολος κοντά του με τα γλυκά και θελκτικά του λόγια.

Κατώρθωσε να τον πάρη μαζί του με τη Χάρι του Κυρίου και επέστρεψε στην πόλι. Και τόσο τον έκανε να προκόψη στην αρετή με τις συμβουλές του που έσταζαν μέλι και τις ιερές νουθεσίες, ώστε έγινε παράδειγμα αρετής και μετανοίας πολύ λαμπρό και στους άλλους ανθρώπους.
ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ.

Αφού επανήλθε πάλι στην Έφεσο ο επιστήθιος του Χριστού μαθητής, εκεί επέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Ήτο πενήντα εξ ετών όταν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα για το κήρυγμα. Επέρασε δε εννέα χρόνια κηρύττοντας έως ότου εξωρίσθηκε. Στην εξορία στην Πάτμο πέρασε δεκαπέντε χρόνια. Ύστερα δε από την εξορία έζησε άλλα εικοσιέξ χρόνια. Ώστε όλα τα έτη της ζωής του που πέρασε ήσαν εκατόν πέντε και επτά μήνες.

Ετσι έζησε ο Απόστολος του Κυρίου και αγωνίσθηκε για την ευσέβεια μέχρις αίματος. Έκανε πάρα πολλά θαύματα και επέστρεψε αμέτρητα πλήθη απίστων από διάφορα έθνη στην πίστι του Χριστού. Πέρασε αρκετόν χρόνον της ζωής του στο σπίτι του Δόμνου, που ο ίδιος τον ανέστησε μαζί με τους επτά μαθητές του, και τέλος έφυγε μαζί μ' αυτούς από το σπίτι.

Αφού έφθασε σ' ένα τόπο στους μεν μαθητές του παρήγγειλε να καθίσουν εκεί, αυτός δε αφού προχώρησε μπροστά σε μικρή απόστασι, προσευχήθηκε. Ήταν δε ώρα πρωϊνή.

Έπειτα, αφού επέστρεψε, πρόσταξε τους μαθητές του να σκάψουν τη γη σε σχήμα σταυρού, τόσο μόνον, όσο ήτο το μέτρον του σώματός του. Αφού ξαπλώθηκε λοιπόν μέσα σ' εκείνον τον σκαμμένον τόπον, αποχαιρέτησε τους μαθητές του που έκλαιγαν πικρά και είπε: «Σύρετε το χώμα της γης που είναι μητέρα μου και με αυτό σκεπάστε με». Εκείνοι αφού τον ασπάσθηκαν και τον αποχαιρέτησαν, σκέπασαν το σώμα του μέχρι τα γόνατα. Έπειτα πάλι αφού τον ασπάσθηκαν τον σκέπασαν μέχρι τον λαιμό. Και πάλι αφού για τρίτη φορά τον ασπάσθηκαν έβαλαν πάνω στο ιερό του πρόσωπο ένα μανδήλι. Και έτσι κλαίγοντας πικρά σκέπασαν όλο το σώμα του. Τότε ανέτειλε και ο ήλιος.

Αφού έκλαψαν οι μαθηταί, γιατί έμειναν ορφανοί από τον δάσκαλό τους, εγύρισαν στην πόλι διηγούμενοι τα σχετικά με τον Απόστολον. Οι άλλοι αδελφοί όταν τα άκουσαν αυτά επήγαν στον τάφο και αφού έσκαψαν δεν βρήκαν τίποτε. Τότε λοιπόν επέστρεψαν κλαίγοντας θερμώς για τη στέρησι τέτοιου ποιμένος.
 
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ήχος β΄

Απόστολε, Χριστώ τω Θεώ ηγαπημένε, επιτάχυνον, ρύσαι λαόν αναπολόγητον δέχεταί σε προσπίπτοντα, ο επιπεσόνα τω στήθει καταδεξάμενος όν ικέτευε Θεολόγε, και επίμονον νέφος εθνών διασκεδάσαι, αιτούμενος ημίν ειρήνην, και το μέγα έλεος.

ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ήχος β΄Αυτόμελον

Τα μεγαλεία σου, Παρθένε, τις διηγήσεται; βρύεις γαρ θαύματα και πηγάζεις ιάματα και πρεσβεύεις υπέρ των ψυχών ημών, ως Θεολόγος και φίλος Χριστού.

Πηγή: http://www.impantokratoros.gr

Οἱ Ἅγιοι Κωνσταντίνος ὁ Μεγάλος καὶ Ἑλένη οἱ Ἱσαπόστολοι

Ὡς γενέτειρα πόλη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀναφέρεται τόσο ἡ Ταρσὸς τῆς Κιλικίας ὅσο καὶ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας. Ὡστόσο ἡ ἅποψη ποὺ ἐπικρατεῖ φέρει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο νὰ ἔχει γεννηθεῖ στὴ Ναϊσὸ τῆς Ἄνω Μοισίας. Τὸ ἀκριβὲς ἔτος τῆς γεννήσεώς του δὲν εἶναι γνωστὸ, θεωρεῖται ὅμως ὅτι γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274-288 μ.Χ.
Πατέρας του ἦταν ὁ Κωνστάντιος, ποὺ λόγῳ τῆς χλωμότητος τοῦ προσώπου του ὀνομάσθηκε Χλωρὸς, καὶ ἦταν συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορα Κλαυδίου. Μητέρα του ἦταν ἡ Ἁγία Ἑλένη, θυγατέρα ἑνὸς πανδοχέως ἀπὸ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας.
Τὸ 305 μ.Χ. ὁ Κωνσταντίνος εὑρίσκεται στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ στὴ Νικομήδεια μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ χιλίαρχου. Τὸ ἴδιο ἔτος οἱ δύο Αὔγουστοι, Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς, παραιτοῦνται ἀπὸ τὰ ἀξιώματά τους καὶ ἀποσύρονται. Στὸ ὕπατο ἀξίωμα τοῦ Αὐγούστου προάγονται ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς στὴ Δύση καὶ ὁ Γαλέριος στὴν Ἀνατολὴ. Ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς πέθανε στὶς 25 Ἰουλίου 306 μ.Χ. καὶ
ὁ στρατὸς ἀνακήρυξε Αὔγουστο τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι ὅμως ποὺ δὲν ἀποδέχθηκε ὁ Γαλέριος. Μετὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ διαφόρων ἱστορικῶν γεγονότων ὁ Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται μὲ τὸν Μαξέντιο, υἱὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος πλεονεκτοῦσε στρατηγικὰ, ἐπειδὴ διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα καὶ ὁ στρατὸς τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἤδη καταπονημένος.
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ του ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε κάθε λόγο νὰ αἰσθάνεται συγκρατημένος. Δὲν εἶχε καμία ἄλλη ἐπιλογὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νὰ προσευχηθεῖ, νὰ ζητήσει βοήθεια, ἀλλὰ καθὼς διηγεῖται ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος, δὲν ἤξερε σὲ ποιὸν Θεὸ νὰ ἀπευθυνθεῖ. Τότε ἔφερε νοερὰ στὴ σκέψη του ὅλους αὐτοὺς ποὺ μαζὶ τους συνδιοικοῦσε τὴν αὐτοκρατορία. 
Ὅλοι τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του, πίστευαν σὲ πολλοὺς θεοὺς καὶ ὅλοι τους εἶχαν τραγικὸ τέλος. Ἄρχισε, λοιπὸν, νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ, ὑψώνοντας τὸ δεξὶ του χέρι καὶ ἱκετεύοντάς Τον νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Ἐνῶ προσευχόταν, διαγράφεται στὸν οὐρανὸ μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περὶ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες τοῦ ἡλίου, κατὰ τὸ δειλινὸ δηλαδὴ, εἶδε στὸν οὐρανὸ τὸ τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔγραφε «τούτῳ νίκα». Καὶ ἐνῶ προσπαθοῦσε νὰ κατανοήσει τὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ μυστηριακοῦ θεάματος, τὸν κατέλαβε ἡ νύχτα. Τότε ἐμφανίζεται ὁ Κύριος στὸν ὕπνο του μαζὶ μὲ τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸν προέτρεψε νὰ
κατασκευάσει ἀπομίμηση αὐτοῦ καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ ὡς φυλακτήριο στοὺς πολέμους.
Ἔχοντας ὡς σημαία του τὸ Χριστιανικὸ λάβαρο, ἀρχίζει νὰ προελαύνει πρὸς τὴν Ρώμη ἐκμηδενίζοντας κάθε ἀντίσταση.
Ὅταν φθάνει στὴ Ρώμη ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς πόλεως. Ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον του δὲν περιορίζεται μόνο σὲ αὐτοὺς. Πολὺ σύντομα πληροφορεῖται γιὰ τὴν πενιχρὴ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀφρικῆς καὶ ἐνισχύει ἀπὸ τὸ δημόσιο ταμεῖο τὰ ἔργα διακονίας αὐτῆς.
Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 313 μ.Χ., στὰ Μεδιόλανα, ὅπου γίνεται ὁ γάμος τοῦ Λικινίου μὲ τὴν Κωνσταντία, ἀδελφὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐπέρχεται μιὰ ἱστορικὴ συμφωνία μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν ποὺ καθιερώνει τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνεξιθρησκείας.
Τὰ προβλήματα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἦσαν πολλὰ. Ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, πρεσβυτέρου τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ἦλθε νὰ ταράξει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ, ποὺ ὀνομάσθηκε ἀρειανισμὸς, κατέλυε οὐσιαστικὰ τὸ δόγμα τῆς Τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ.
Μόλις ὁ Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τὰ ὅσα θλιβερὰ συνέβαιναν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀπέστειλε μὲ τὸν πνευματικό του σύμβουλο Ὅσιο, Ἐπίσκοπο Κορδούης τῆς Ἰσπανίας, ἐπιστολὴ στὸν Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο (313-328 μ.Χ.) καὶ τὸν Ἄρειο. Ἡ προσπάθεια ἐπιλύσεως τοῦ θέματος δὲν εὐδοκίμησε. Ἔτσι ἀποφασίσθηκε ἡ σύγκλιση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.
Ἡ περιγραφὴ τῆς ἐναρκτήριας τελετῆς ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο εἶναι ὁμολογουμένως ἐνδιαφέρουσα. Στὸ μεσαῖο οἶκο τῶν ἀνακτόρων εἶχαν προσέλθει ὅλοι οἱ σύνεδροι. Ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιγὴ καὶ ὅλοι περίμεναν τὴν εἴσοδο τοῦ αὐτοκράτορα, τὸν ὁποῖο οἱ περισσότεροι θὰ ἔβλεπαν γιὰ πρώτη φορὰ. Ὁ Κωνσταντίνος εἰσῆλθε ταπεινὰ, μὲ σεμνότητα καὶ πραότητα. Στὴν ὁμιλία του πρὸς τὴ Σύνοδο χαρακτηρίζει τὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς συγκρούσεις ὡς τὸ μεγαλύτερο δεινὸ καὶ ἀπὸ τοὺς πολέμους. Ὁ λόγος του ὑπῆρξε εὐθὺς καὶ σαφὴς. Δὲν ἤθελε νὰ ἀσχοληθεῖ παρὰ μονάχα μὲ θέματα ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ὀρθοτόμηση τῆς πίστεως. Ἡ κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδὸν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἱστορικοὺς συγγραφεῖς.
Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ὁ αὐτοκράτορας ἀνέλαβε  πρωτοβουλίες γιὰ τὴν ἑδραίωση τῶν ἀποφάσεών της. Ἀπέστειλε ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Ἀλεξανδρείας, στὴν ὁποία γνωστοποιεῖ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Ὁ ἴδιος γνωστοποιεῖ πρὸς ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας τὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καὶ ἀπαγορεύει τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν ἀπόκρυψη τῶν συγγραμμάτων του. Ἡ πιὸ ἐντυπωσιακή του ὅμως ἐνέργεια εἶναι ἡ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἄρειο. Ἐπιτιμᾶ τὸν αἱρεσιάρχη καὶ τὸν καταδικάζει μὲ αὐστηρότητα γιὰ τὶς κακοδοξίες του.
Ὅμως περὶ τὰ τέλη του 327 μ.Χ. ὁ Μέγας Κωνσταντίνος καλεῖ τὸν Ἄρειο στὰ ἀνάκτορα. Ὁ αἱρεσιάρχης φυσικὰ δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία καὶ ὑποβάλλει μία ὁμολογία γεμάτη ἀπὸ ἔντεχνες θεολογικὲς ἀνακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο ὅτι αὐτὴ δὲν διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ ὅσα εἶχε ἀποφασίσει ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Τελικὰ ὁ αὐτοκράτορας συγκαλεῖ νέα Σύνοδο, τὸ Νοέμβριο τοῦ 327 μ.Χ., ἡ ὅποία ἀνακαλεῖ τὸν Ἄρειο ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ ἀποκαθιστᾶ τοὺς ἐξόριστους Ἐπισκόπους Νικομηδείας Εὐσέβιο καὶ Νικαίας Θεόγνιο. Ἡ ἀνάκληση τοῦ Ἀρείου καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῶν περὶ αὐτῶν πυροδότησε νέες ἔριδες στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος καὶ στὴν συνέχεια ὁ διάδοχός του Μέγας Ἀθανάσιος ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν τὸν Ἄρειο στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀπειλεῖ μὲ καθαίρεση τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ἐνῶ σὲ Σύνοδο ποὺ συνῆλθε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 330 μ.Χ. καθαιρεῖται καὶ ἐξορίζεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας (τιμάται 21 Φεβρουαρίου). Ἡ Σύνοδος τῆς Τύρου τῆς Συρίας, ποὺ συνῆλθε τὸ 335 μ.Χ., καταδικάζει ἐρήμην μὲ τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος φεύγει, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο.
Εἶναι γεγονὸς πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος δὲν ἔδειξε νὰ ἀποδέχεται τὸ αἴτημα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου γιὰ ἀκρόαση. Πείσθηκε ὅμως νὰ τὸν ἀκούσει, ὅταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τοῦ ἀπηύθυνε τὴν ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ». Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε τὴν κατάφωρη ἀδικία καὶ τὶς ἄθλιες μεθοδεύσεις σὲ βάρος τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημά τουνὰ προσκληθοῦν ὅλοι οἱ συνοδικοὶ τῆς Τύρου καὶ ἡ διαδικασία νὰ λάβει χώρα ἐνώπιόν του.
Ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ἀγνόησε τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐντολὴ. Πῆρε μόνο ἐλάχιστους ἀπὸ τοὺς συνοδικοὺς καὶ ἐμφανίσθηκε στὸν αὐτοκράτορα. Ξέχασε ὅλες τὶς ὑπόλοιπες κατηγορίες καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔθεσε τὸ θέμα τῆς δῆθεν παρακωλύσεως τῆς ἀποστολῆς σιταριοῦ πρὸς τὴν Βασιλεύουσα. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξοργίζεται καὶ ἐξορίζει τὸν Μέγα Ἀθανάσιο στὰ Τρέβιρα τῆς Γαλλίας. Παρὰ ταῦτα δὲν ἐπικυρώνει τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Τύρου γιὰ καθαίρεση καὶ οὔτε διατάσσει τὴν ἀναπλήρωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸν καταξιώνει στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἀπόγειο τῆς πνευματικῆς του πορείας. Ὁ Ἅγιος, κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 337 μ.Χ., αἰσθάνεται τὰ πρῶτα σοβαρὰ συμπτώματα κάποιας ἀσθένειας. Οἱ πηγὲς μᾶς πληροφοροῦν πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σὲ ἰαματικὰ λουτρὰ. Βλέποντας ὅμως τὴν ὑγεία του νὰ ἐπιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο νὰ μεταβεῖ στὴν πόλη Ἑλενόπολη τῆς Βιθυνίας, ποὺ εἶχε ὀνομασθεῖ ἔτσι λόγῳ τῆς Ἁγίας μητέρας του. Ἐκεῖ παρέμεινε στὸ ναὸ τῶν Μαρτύρων, ὅπου ἀνέπεμπε ἱκετήριες εὐχὲς καὶ λιτανεῖες πρὸς τὸν Θεό. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀντιλαμβάνεται πὼς ἡ ἐπίγεια ζωή του πλησιάζει στὸ τέλος της. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καλλιεργεῖται στὴν καρδιά του καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας καὶ τοῦ βαπτίσματος. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καταφεύγει σὲ κάποιο προάστιο τῆς Νικομήδειας, συγκαλεῖ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἀπευθύνει τὸν ἑξῆς λόγο: «Αὐτὸς ἦταν ὁ καιρὸς ποὺ προσδοκοῦσα ἀπὸ παλιὰ καὶ διψοῦσα καὶ εὐχόμουν νὰ καταξιωθῶ τῆς ἐν Θεῷ σωτηρίας. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ ἀπολαύσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἀθανατοποιὸ σφραγίδα, ἦλθε ἡ ὥρα νὰ συμμετάσχουμε στὸ σωτήριο σφράγισμα, πρᾶγμα ποὺ κάποτε ἐπιθυμοῦσα νὰ κάνω στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, στὰ ὁποῖα, ὅπως παραδίδεται, ὁ Σωτήρας μας ἔλαβε τὸ βάπτισμα εἰς ἡμέτερον τύπον. Ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ γνωρίζει τὸ συμφέρον, μᾶς ἀξιώνει νὰ λάβουμε τὸ βάπτισμα ἐδῶ. Ἂς μὴν ὑπάρχει λοιπὸν καμία ἀμφιβολία. Γιατὶ καὶ ἐὰν ἀκόμη εἶναι θέλημα τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου νὰ συνεχισθεῖ ἡ ἐπίγεια ζωή μας καὶ νὰ συνυπάρχω μὲ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ πλαισιώσω τὴ ζωή μου μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς κανόνες ποὺ ἁρμόζουν στὸν Θεὸ».
Μετὰ τὸ βάπτισμα ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος δὲν ξαναφόρεσε τὸν αὐτοκρατορικὸ χιτώνα, ἀλλὰ παρέμεινε ἐνδεδυμένος μὲ τὸ λευκὸ ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματος, μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του τὸ 337 μ.Χ. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, γράφει ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος.
Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο περιγράφει ὁΕὐσέβιος τὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἀκολούθησαν τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου. Ὅλοι οἱ σωματοφύλακες τοῦ αὐτοκράτορα, ἀφοῦ ἔσχισαν τὰ ροῦχα τους καὶ ἔπεσαν στὸ ἔδαφος, ἔκλαιγαν καὶ φώναζαν δυνατὰ, σὰν νὰ μὴν ἔχαναν τὸ βασιλέα τους, ἀλλὰ τὸν πατέρα τους. Οἱ ταξίαρχοι καὶ οἱ λοχαγοὶ ἔκλαιγαν τὸν εὐεργέτη τους. Οἱ δῆμοι ἦσαν λυπημένοι καὶ κάθε κάτοικος τῆς Κωνσταντινουπόλεως πενθοῦσε, σὰν νὰ ἔχανε τὸ κοινὸ ἀγαθὸ.
Ἀφοῦ οἱ στρατιωτικοὶ τοποθέτησαν τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου σὲ χρυσὴ λάρνακα, τὸ μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἐναπέθεσαν σὲ βάθρο στὸν βασιλικὸ οἶκο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Δίκαια ἡ ἱστορία τὸν ὀνόμασε Μέγα καὶ ἡ Ἐκκλησία Ἰσαπόστολο.

Ἡ Ἁγία Ἑλένη γεννήθηκε στὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας περὶ τὸ 247 μ.Χ. Φαίνεται ὅτι ἦταν ταπεινῆς καταγωγῆς. Στὴν ἱστοριογραφία ὑπάρχει σχετικὴ διχογνωμία ὡς πρὸς τὸ ἂν ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ὑπῆρξε σύζυγος ἢ νόμιμη παλλακίδα τοῦ Κωνσταντίου τοῦ Χλωροῦ.
Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274-288 μ.Χ. γέννησε στὴ Ναϊσὸ τῆς Μοισίας τὸν Κωνσταντίνο. Ὅταν, πέντε ἔτη ἀργότερα, ὁ Κωνσταντίνος Χλωρὸς ἔγινε Καίσαρας ἀπὸ τὸν Διοκλητιανὸ, ἀναγκάσθηκε νὰ τὴν ἀπομακρύνει, γιὰ νὰ συζευχθεῖ τὴ Θεοδώρα, θετὴ κόρη τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ, καὶ νὰ ἔχει ἔτσι τὸ συγγενικὸ ἐκεῖνο δεσμὸ, ὁ ὁποῖος θὰ ἐξασφάλιζε τὴ στερεότητα τοῦ διοκλητιανοῦ τετραρχικοῦ συστήματος. Πρὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Μέγας Κωνσταντίνος τιμοῦσε ἰδιαίτερα τὴ μητέρα του. Τῆς ἀπένειμε τὸν τίτλο τῆς αὐγούστης, ἔθεσε τὴ μορφή της ἐπὶ νομισμάτων καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομά της σὲ μία πόλη τῆς Βιθυνίας.
Ἡ Ἁγία ἔδειξε τὴν εὐσέβειά τηςμὲ πολλὲς εὐεργεσίες καὶ τὴν ἀνοικοδόμηση νέων Ἐκκλησιῶν στὴ Ρώμη (Τιμίου Σταυροῦ), στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἁγίων Ἀποστόλων), στὴ Βηθλεὲμ (βασιλικὴ τῆς Γεννήσεως) καὶ ἐπὶ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν (βασιλικὴ τῆς Γεθσημανῆ). Ἡ Ἁγία Ἑλένη πῆγε τὸ 326 μ.Χ. στὴν Ἱερουσαλὴμ, ὅπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», ὅπως γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς. Ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη, ἕνα χρόνο μετὰ τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, ἡ Ἁγία Ἑλένη πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο.
Ἡ Ἑγία Ἑλένη κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μᾶλλον τὸ 327 μ.Χ. σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν. Ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος γράφει ὅτι ἡ Ἁγία προαισθάνθηκε τὸ θάνατό της καὶ μὲ διαθήκη ἄφησε τὴν περιουσία της στὸν υἱό της καὶ τοὺς ἐγγονούς της.
Ὅπως ἦταν φυσικὸ ὁ υἱός της μετέφερε τὸ τίμιο λείψανό της στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἐνταφίασε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ στὸν ἱερὸ ναὸ αὐτῶν στὴν κινστέρνα τοῦ Βώνου.
Οἱ Βυζαντινοὶ τιμοῦσαν ἰδιαίτερα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο καὶ τὴν Ἑγία Ἑλένη. Ἀπόδειξη τούτου ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὸ Μεσαίωνα ἦταν πολύ δημοφιλὴς στοὺς Βυζαντινοὺς ἡ ἀπεικόνιση τοῦ πρώτου Χριστιανοῦ βασιλέως μὲ τὴ μητέρα του, ποὺ κρατοῦσαν στὸ μέσον Σταυρὸ. Ἡ παράδοση αὐτὴ διατηρεῖται μέχρι καὶ σήμερα μὲ τὰ κωνσταντινάτα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.Τοῦ Σταυροῦ σου τὸν τύπον ἐν οὐρανῷ θεασάμενος, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὴν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος, ὁ ἐν Βασιλεῦσιν Ἀπόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τῇ χειρί σου παρέθετο· ἣν περισώζε διὰ παντὸς ἐν εἰρήνη, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Πρῶτος πέφηνας, ἐν Βασιλεῦσι, θεῖον ἕδρασμα, τῆς εὐσεβείας, ἀπ’ οὐρανοῦ δεδεγμένος τὸ χάρισμα· ὅθεν Χριστοῦ τὸν Σταυρὸν ἐφανέρωσας, καὶ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν ἐφήπλωσας. Κωνσταντῖνε Ἰσαπόστολε, σὺν Μητρὶ Ἑλένῃ τῇ θεόφρονι, πρεσβεύσατε ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
 
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Κωνσταντῖνος σήμερον, σὺν τῇ μητρὶ τῇ Ἑλένῃ, τὸν Σταυρὸν ἐκφαίνουσι, τὸ πανσεβάσμιον ξύλον, πάντων μὲν, τῶν Ἰουδαίων αἰσχύνην ὄντα, ὅπλον δὲ, πιστῶν ἀνάκτων κατ’ ἐναντίων· δι’ ἡμᾶς γὰρ ἀνεδείχθη, σημεῖον μέγα, καὶ ἐν πολέμοις φρικτὸν.

Πηγή: http://anavaseis.blogspot.gr