Μπες και Δες

Δεν είναι πάντα στη ζωή μας απαραίτητα τα χρήματα, μπορούμε να προσφέρουμε στον συνάνθρωπό μας και με λίγη καλή θέληση. Χρήματα μπορεί να μην υπάρχουν, όμως πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι που θα χαρίσουν λίγα χαμόγελα… Μάθε για την ομάδα μας … Βοήθησε και εσύ ……

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Άγιος Νικόλαος Αχρίδος, "Αισιοδοξία σημαίνει ευτυχία..."

Υπάρχει ένας ανάπηρος άνθρωπος γεμάτος αισιοδοξία, τον όποιο έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Είναι ένας στρατιώτης πού πληγώθηκε στον πόλεμο. Μια εχθρική σφαίρα διαπέρασε το σώμα του, τον πλήγωσε δίπλα στη μέση του. Με κάλεσε να τον επισκεφθώ. Μπήκαμε μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Σε μία μεγάλη καρέκλα, με πλάτη δίπλα στο παράθυρο, καθόταν ό γνωστός μου. Με κοίταξε και μου είπε:
«Κάθομαι εδώ από το πρωί μέχρι το βράδυ και παρατηρώ τη ζωή από το παράθυρο. Από το πρωί μέχρι το βράδυ και καμιά φορά από το ένα πρωί ως το άλλο πρωί. Ξέρετε πώς εάν ένας άνθρωπος βρεθεί μέσα σ' ένα άδειο πηγάδι και από κει παρατηρήσει μέρα μεσημέρι τον ουρανό, θα δει τα αστέρια του ουρανού; Και εγώ παρατηρώ μέσα από το μισοσκόταδο μου τούς ανθρώπους και μου φαίνονται σαν αστέρια λαμπερά πού φέγγουν, κινούνται κυκλικά και αδιάκοπα. Όσο συμμετείχα στον στρόβιλο της ζωής δεν ήξερα ότι ή ζωή είναι τόσο ωραία και τόσο γλυκεία. Από τότε πού έχασα τα πόδια μου, κέρδισα τα μάτια μου. Ναι βλέπω αυτή τη ζωή από τότε πού κάθισα σ' αυτήν την καρέκλα. Ή ζωή είναι ωραία και γεμάτη αρμονία.

Ή αρρώστια δεν είναι μεγάλο κακό και ό θάνατος επίσης δεν είναι ούτε μεγάλο ούτε μικρό κακό. Δεν αισθάνομαι τα πόδια μου καθόλου. Δεν στηρίζουν αυτά έμενα αλλά εγώ αυτά. Αλλά υπάρχει κάτι πού στηρίζει έμενα όπως εγώ κρατώ τα παράλυτα πόδια μου. Αν δεν  υπήρχε αυτό, θα ήμουν όλος παράλυτος. Αυτό πού με κρατά είναι ή εσωτερική ψυχική μου αισιοδοξία. Η ψυχή μου για καιρό ήταν παράλυτη. Ή οπτική της ψυχής μου κυρίως ήταν παράλυτη, επειδή δεν μπορούσε να βλέπει την ομορφιά και το νόημα αυτής της ζωής.
Ή ψυχή μου περιφερόταν στο σκοτάδι και της φαινόταν όλος ό κόσμος σκοτεινός. Ή μοναδική της δραστηριότητα ήταν ή υποταγή στο σώμα, ή σκλαβιά στο σώμα. Το σώμα μου έσερνε την ψυχή πίσω του, όπως τραβά ό κυνηγός τον σκύλο του από το λουρί. Ή ψυχή μου χοροπηδούσε, χόρευε στη σκόνη και στη λάσπη, ακολουθώντας το σώμα, υπακούοντας πάντα στην θέληση του σώματος.
Ήμουν υγιής αλλά δεν το αισθανόμουν. Είχα μάτια αλλά δεν έβλεπα. Οι ακτίνες του ηλίου, ενώ με άγγιζαν χαρούμενα, εγώ κατσούφιαζα και δεν τις έβλεπα. Τα αστέρια με έβλεπαν, αλλά εγώ τα απεχθανόμουν και τα φοβόμουν. Ήμουν σαν τυφλοπόντικας, πού κάποιος με έβγαλε έξω στο φώς και στον αέρα και μπερδεμένος τριγύριζα από δώ και από κει. Τρέμοντας έσκαβα τη γη για να ξεφύγω από τον ήλιο και να χωθώ πάλι στο σκοτεινό χώμα της γής.
Δόξα τω Θεώ έγινε αυτός ό πόλεμος! Και δόξα τω Θεώ ό εχθρός με αυτόν τον τρόπο με έκανε παράλυτο! Αυτός ό εχθρός είναι για μένα ό μεγαλύτερος ευεργέτης. Έχασα τα πόδια αλλά κέρδισα την ψυχή. Πόσο μεγάλη είναι ή σοφία του Θεού! Χρησιμοποιεί και τα πιο αυστηρά μέσα για το καλό μας. Εγώ έδωσα μόνο τα πόδια μου για την ψυχή. Που να ξέρετε πόσα περισσότερο αξίζει η ψυχή από τα πόδια!-
Από τότε πού κάθομαι σ' αυτήν την καρέκλα και παρατηρώ τον κόσμο από το παράθυρο, τακτοποίησα τις σκέψεις μου και τα αισθήματα μου. Για πολύ καιρό μέσα στο κεφάλι μου και στην καρδιά μου επικρατούσε χάος. Ό άνθρωπος βρίσκει την αρμονία στην ζωή και στον κόσμο, μόνον όταν την βρει μέσα του. Αυτήν την εσωτερική αρμονία μόλις τώρα την βρήκα. Απομάκρυνα το χάος και τον φόβο από μέσα μου. Παλιά αισθανόμουν φόβο ακόμη και για ένα απλό συνάχι. Σήμερα υπάρχουν δίπλα μου δύο παράλυτα πόδια, πού κάποτε ήταν βασικά μέλη του σώματος μου, και δεν φοβάμαι καθόλου. Μια ανατροπή συνέβη μέσα στην ψυχή. Τώρα πού έγινα πιο άσχημος, ό κόσμος μου φαίνεται πιο όμορφος. Όταν με συμπονά όλος ό κόσμος, τότε αρχίζω να λυπάμαι όλο τον κόσμο».
Έτσι μου μίλησε ό παράλυτος άνθρωπος. Πόσοι από σάς δεν θα έλεγαν: Εγώ στη θέση του θα αυτοκτονούσα. Ό αριθμός των αυτοκτονιών στην εποχή μας αυξάνει ανησυχητικά και για λόγους λιγότερο σοβαρούς από ότι είναι δύο παράλυτα πόδια. Ή αγωγή και ή διαπαιδαγώγηση παίζει σημαντικό ρόλο στο θέμα αυτό. Ό άνθρωπος διαπαιδαγωγείται ή για να γίνει αισιόδοξος ή για να γίνει αυτόχειρας. Ή γενιά μας έχει διαπαιδαγωγηθεί για το δεύτερο. Οι γονείς είναι οι πρώτοι πού προετοιμάζουν τούς αυτόχειρες.
Ή μάνα για παράδειγμα ψιθυρίζει κάθε πρωί στον γιό της: «ό κόσμος αυτός είναι κακός». «Οι άνθρωποι, συνεχίζει ή μάνα, είναι εγωιστές, φθονεροί και ψεύτες». «Απόφευγε τούς ανθρώπους, γιέ μου». «Να κοιτάς μόνο τον εαυτό σου». Μετά τη μάνα ό πατέρας επαναλαμβάνει στο γιό: «Τι κακός καιρός για το χωράφι». «Πόσο άσχημη είναι ή φύση». «Πόσο αηδιαστικά είναι τα ανθρώπινα έργα». «Πόσο βαρετός είναι ό ήλιος». «Πόσο θλιβερή είναι ή ζωή». Ό πατέρας και ή μάνα επαναλαμβάνουν στο γιό τους συχνά τα τρελά λόγια ενός απαισιόδοξου ποιητή: «Αδελφέ μου, στον κόσμο δεν υπάρχει αγάπη».
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη καταδίκη αυτού του κόσμου από αυτήν. Ό κόσμος επιβιώνει λόγω της αγάπης. "Αν πει κανείς πώς στον κόσμο δεν υπάρχει αγάπη, αυτό είναι ή πιο φρικτή και ψευδής καταδίκη του κόσμου. Με την παραπάνω φράση του αποτυχημένου και απαισιόδοξου ποιητή διαπαιδαγωγείται ολόκληρη ή γενιά μας. Θα βρείτε εκατοντάδες νέους και ηλικιωμένους πού δεν ξέρουν το «Πάτερ ημών» και δεν διαβάζουν το Ευαγγέλιο, αλλά δεν θα βρείτε ούτε μερικές δεκάδες ανθρώπων, πού δεν επαναλαμβάνουν καθημερινά: Αδελφέ μου, σ' αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει αγάπη. Όποιος όμως επαναλαμβάνει αυτά τα λόγια, δεν σκέφτεται πώς υπάρχει σ' αυτόν τον κόσμο το χαμόγελο και ή χαρά. Ακόμη και οι δάσκαλοι και οι καθηγητές συνεχίζουν να υποτιμούν τούς μαθητές κρατώντας τους επίτηδες σε μια μεγάλη απόσταση απ' αυτούς. Με μία λέξη σερνόμαστε και δεν προχωράμε. Μελαγχολικοί, χλωμοί, συντετριμμένοι άνθρωποι περπατούν.
Ή χαρά μας είναι μισή λύπη. Το χαμόγελο μας δεν μοιάζει με το χρυσαφένιο φώς του ηλίου, αλλά με το χλωμό, μελαγχολικό φώς του φεγγαριού. Οι πολλοί είναι συνηθισμένοι στην κλειστή ζωή του δωματίου. Ή διασκέδαση μας φθάνει στα όρια της αμαρτίας. Εξαιτίας της αγωγής και της διαπαιδαγώγησης μας, ολόκληρη ή χώρα μας είναι «παράλυτη». Σ' αυτό οφείλεται ή απαισιοδοξία μας, ή μελαγχολία και ή θλίψη μας, ή έλλειψη χαράς. Το μεγαλύτερο μέρος της μελαγχολίας μας προέρχεται από τις εσωτερικές συνθήκες πού επικρατούν στα σχολεία, στην εκκλησία, στην οικογενειακή και στη δημόσια ζωή. Σπάνιο να βρει κανείς ένα παράλυτο πού να είναι αισιόδοξος.
Πολλοί νομίζουν ότι έτσι απλά κάποιος είναι αισιόδοξος και κάποιος απαισιόδοξος. Δεν είναι όμως έτσι. Αισιοδοξία σημαίνει ευτυχία, ενώ απαισιοδοξία σημαίνει δυστυχία. Μεγαλύτερη ευτυχία για έναν άνθρωπο δεν είναι ή υγεία, ό πλούτος, οι φίλοι και ή δόξα. Ή μεγαλύτερη ευτυχία για έναν άνθρωπο είναι να έχει αισιοδοξία. Ούτε μεγαλύτερη δυστυχία για έναν άνθρωπο είναι ή αρρώστια, ή φτώχεια, ή μοναξιά, ή εγκατάλειψη, ή αδικία, ή οποιαδήποτε δυσκολία και απώλεια. Ή μεγαλύτερη δυστυχία για έναν άνθρωπο είναι να είναι απαισιόδοξος, γιατί ενώ ή αισιοδοξία αποτελεί ύμνο της ζωής, ή απαισιοδοξία αποτελεί ύμνο στον θάνατο.
Οι άνθρωποι δεν μπορούν με τίποτε να συνηθίσουν να παρατηρούν τα πάντα από την οπτική της αιωνιότητας. Όλα όσα παράγει αυτός ό κόσμος, τα παράγει για την αιωνιότητα. Ή αγάπη μας και ή φιλία μας είναι αξεπέραστες στον χρόνο, όπως και ό κόσμος. Τα μάτια μας κάνουν λάθος όταν μας λένε πώς όλα περνάνε, όπως μας εξαπατούν για την κίνηση του ηλίου. Υπάρχει ένα περιβάλλον πνευματικό όπου όλα ζουν και κινούνται. Αυτό το περιβάλλον είναι σταθερό και ακίνητο. Όλα όσα έζησαν στη γη, ζουν και σήμερα σ' αυτό το πνευματικό περιβάλλον. Όλα όσα ζουν σήμερα, θα ζουν αιώνια σ' αυτόν τον πνευματικό τόπο. Ή αγάπη και ή φιλία δεν χάνονται με τον θάνατο, αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν σε μια πολύ πιο καθαρή και έξοχη μορφή στον άλλο κόσμο.
Ανάμεσα στον άλλο κόσμο και σ' αυτόν πού ζούμε υπάρχουν σύνορα εξαιτίας της μυωπίας μας, και δεν βλέπουμε την συνέχεια, την προέκταση αυτής της ζωής μετά τον θάνατο. Και δεν μπορούμε να δούμε με πνευματικά μάτια το «τώρα».
Όλοι εμείς υφαίνουμε το υφαντό της ιστορίας, αδέλφια μου. Είμαστε υφαντές της ιστορίας αλλά υπάρχει και ένας μεγαλύτερος από μάς Υφαντής. Όλες οι ήμερες πού συναποτελούν το παρελθόν, από μόνες τους δεν θα σήμαιναν τίποτε, αν δεν αποτελούσαν και αυτές μέρος ενός υφαντού πού είναι ή ζωή μας.
 Ό χρόνος όλων των ανθρώπων στον κόσμο από μόνος του δεν θα ήταν τίποτε, αν δεν είχε σαν στόχο του και περιεχόμενο του την δημιουργία μιας παγκόσμιας σύνθεσης, ενός παγκοσμίου εργόχειρου υφαντού. Κάθε έργο μας μέχρι αυτήν την στιγμή, κάθε λέξη και κάθε συναίσθημα διατηρείται και δεν χάνεται ως μέρος της προσωπικής μας σύνθεσης. Όλος ό ηρωισμός μας και όλη ή φαυλότητα μας στέκονται ακίνητα στην ύφανση του παρελθόντος μας.
Εμείς οι άνθρωποι δεν αποτελούμε θεματοφύλακες της ιστορίας μας, είμαστε μόνο οι υφαντές της. Το παρελθόν διαφυλάσσεται από Εκείνον πού δεν λησμονεί τίποτε. Τα κλειδιά του παρελθόντος κρατά ό Ύψιστος Υφαντής, πού προσεκτικά άγρυπνα πάνω από κάθε νήμα πού πλέκεται στο εργόχειρο Του. Αναλογιστείτε φίλοι μου, ποιά είναι ή συμβολή σας στο τεράστιο αυτό υφαντό του Θεού; Ό λόγος του Θεού είναι λόγος της αισιοδοξίας.
Ή αισιοδοξία αποτελεί το φωτοστέφανο της χριστιανικής φιλοσοφίας και της χριστιανικής ιστορίας. Αισιόδοξος ήταν ό Θεμελιωτής του Χριστιανισμού, ό πιο Αισιόδοξος από όλους τούς αισιόδοξους στον κόσμο. Παρέμενε αισιόδοξος και όταν εγκαταλελειμμένος από όλους προσευχόταν μόνος στον Θεό, εκείνη την μοιραία νύχτα πριν αρχίσει ή τραγωδία. Και τότε πού τον σύρανε από τον Ηρώδη στον Πιλάτο χλευάζοντας τον. Και τότε πού Του έβαλαν αγκάθινο στεφάνι, πού Του έσχιζε το θεϊκό Του κεφάλι, και τότε όταν υπό το βάρος του Σταυρού έβγαινε έξω από τα Ιεροσόλυμα, πού Τον αποχαιρετούσαν με γέλια, με κατάρες και με τον ήχο των αδύναμων δακρύων των γυναικών. Και τέλος όταν το ποτήρι της πίκρας ξεχείλισε και εισήλθε στην ιστορία ή λέξη Γολγοθάς, πάλι παρέμεινε αισιόδοξος.
Αισιόδοξοι ήταν και οι Χριστιανοί μάρτυρες. Αφού οι μάρτυρες και οι μεγαλομάρτυρες ήταν αισιόδοξοι, πώς εμείς να είμαστε απαισιόδοξοι; Αισιόδοξοι ήσαν όσοι στις ρωμαϊκές αγορές πάλεψαν με άγρια θηρία, για να διασκεδάσει ό Καίσαρας. Αισιόδοξοι ήσαν όσοι καίγονταν στην πίσσα στις πλατείες για την ψυχαγωγία του Καίσαρα και των γυναικών του. Αισιόδοξοι ήσαν όσοι γύριζαν δεμένοι στον τροχό και όσοι θάφτηκαν ζωντανοί στην γη. Αισιόδοξοι ήσαν εκείνοι πού δεν γνώρισαν την ισότητα ούτε την ελευθερία του τύπου.
Πώς λοιπόν εμείς να γινόμαστε απαισιόδοξοι; Γιατί να γινόμαστε απαισιόδοξοι; Οι μάρτυρες του Χριστιανισμού όταν καίγονταν στη φωτιά φώναζαν: Εμείς και πάλι πιστεύουμε. Αυτοί και όταν τούς έσχιζαν τα θηρία ψιθύριζαν: Εμείς πάλι ελπίζουμε. Πάνω στον σταυρό, κλαίγοντας με λυγμούς έλεγαν: Εμείς και τώρα σάς αγαπάμε. Εμείς αγαπούμε την μαρτυρική ζωή μας και προσδοκούμε μια καλύτερη ζωή. Πιστεύουμε στον Ένα και Παντοδύναμο Θεό πού κυβερνά τον ήλιο και μετρά όλους τούς πόνους μας και όλες τις αδικίες των βασανιστών μας.
Αυτούς τούς ανθρώπους πού τούς κλώτσησαν σαν άχρηστες πέτρες, τούς πήρε ό Θεός, ό Κτίστης των πάντων, να αποτελέσουν το θεμέλιο της εκκλησίας Του. Ή εκκλησία Του αποτελεί το μεγαλύτερο οικοδόμημα αισιοδοξίας πού κτίστηκε στη γη. Ή αισιοδοξία του Χριστιανισμού δεν αποτελεί μία απλή πνευματική θεωρία, γιατί είναι δοκιμασμένη και τεκμηριωμένη.
«Δεν θα μπορούσα να αποκαλέσω τον εαυτό μου Χριστιανό, εάν δεν ήμουν αισιόδοξος. Και αν αποκαλούσα τον εαυτό μου Χριστιανό και δεν ήμουν αισιόδοξος, δεν θα ήμουν ειλικρινής Χριστιανός. Και όλοι εσείς ματαίως αποκαλείσθε Χριστιανοί, εάν δεν είσθε αισιόδοξοι. Ό Χριστιανισμός αποτελεί το μέγιστο κάστρο αισιοδοξίας. Ό Χριστιανισμός θεμελιώνεται στην πίστη, την ελπίδα και την αγάπη. Γιατί αυτά τα τρία μόνο σώζουν: ή πίστη, ή ελπίδα και ή αγάπη.
Ή πίστη, ή ελπίδα και ή αγάπη συναποτελούν την αισιοδοξία. Μόνον ή αισιοδοξία μάς σώζει. "Αν δεν έ-χουμε αισιοδοξία, δεν έχουμε πίστη. Χωρίς πίστη είμαστε σαν τα ζώα πού σήμερα το πρωί σφαγιάστηκαν στο σφαγείο. Χωρίς την αισιοδοξία, όλοι μας είμαστε ανάπηροι. Μεγαλύτερη αναπηρία έχει ό άνθρωπος χωρίς αισιοδοξία παρά ό άνθρωπος χωρίς πόδια. Ό Θεός εν σοφία τα πάντα έκτισε. Στο πρόσωπο του αισιόδοξου καθημερινά πέφτουν οι ακτίνες του ηλίου, του ζεσταίνουν και του φωτίζουν την ψυχή, ενώ το πρόσωπο του απαισιόδοξου μένει χωρίς τον ήλιο, με αποτέλεσμα ή ψυχή του να είναι κρύα και σκοτεινή. Ό πρώτος καθημερινά βλέπει τα λουλούδια, ενώ ό δεύτερος τον σκουπιδότοπο. Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά δημιουργία χωρίς αισιοδοξία.
Αδελφοί μου, ας είμαστε αισιόδοξοι. "Ας ατενίσουμε τον κόσμο μας την ημέρα, ας δούμε ψηλά στον ουρανό την νύχτα και ας έχουμε πίστη στον Θεό.


Αγίου Νικολάου Αχρίδος, Η απαισιοδοξία στους Ρουσσώ και Τολστόι

Το άλλο είδος απαισιοδοξίας της νεολαίας αφορά την ανθρώπινη ζωή. Αυτό το δεύτερο είδος απαισιοδοξίας χτίζεται εξαιτίας του παρελθόντος ή εξαιτίας του παρόντος ή εξαιτίας του μέλλοντος και άφορα μία προσωπικότητα ή ένα λαό ή ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ό Ρουσσώ ήταν πολύ αισιόδοξος, όσον άφορα τη φύση, αλλά δεν ήταν αισιόδοξος όσον άφορα τον άνθρωπο. Όταν προσπαθούσε να εκτιμήσει την αξία ταυ άνθρωπου στην ιστορία και την κοινωνία, ήταν πολύ απαισιόδοξος. Θεωρούσε πώς ό άνθρωπος «έπεσε», μόλις απομακρύνθηκε από τη φύση, πώς ό άνθρωπος απομακρύνθηκε από τη φύση, μόλις ξεκίνησε να ζει σε οργανωμένη κοινωνία. Όλα ήταν καλά όσο ό άνθρωπος ζούσε χωρίς την κοινωνία και χωρίς τον πολιτισμό. Σύμφωνα με τον Ρουσσώ, όλα άλλαξαν και φθάρθηκαν, από τότε πού οι άνθρωποι εντάχθηκαν στην κοινωνία και καλλιεργήθηκαν, εκπολιτίστηκαν. Σύμφωνα με όλα αυτά, το παρελθόν και το παρόν είναι λανθασμένο, όλοι οι ανθρώπινοι θεσμοί θεμελιώθηκαν στην αδικία, ολόκληρη ή τέχνη στηρίχθηκε στο ψέμα και όλη ή νομοθεσία βασίστηκε στη δύναμη. 

«Όλα είναι καλά τη στιγμή πού βγαίνουν από τα χέρια του Δημιουργού και όλα καταστρέφονται στα ανθρώπινα χέρια». Με αυτά τα λόγια αρχίζει το φημισμένο του έργο «Έμίλ». Σ' ένα άλλο έργο του γράφει ό Ρουσσώ: «ό άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος, στη συνέχεια όμως ζει αλυσοδεμένος».
Άλλος ένας μεγάλος απαισιόδοξος ήταν ό Λέων Τολστόι: «Οι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι από τότε πού εγκατέλειψαν την απλότητα της ζωής και οι ανάγκες τους έγιναν περίπλοκες». Όταν κάποιος πιστεύει στο Θεό, θυσιάζει τη ζωή του για τούς άλλους ανθρώπους και καλλιεργεί τη γη, μπορεί να γίνει ευτυχισμένος. Οι μορφωμένοι άνθρωποι και στο παρελθόν και στο παρόν είναι για λύπηση, επειδή στεναχωριούνται για ασήμαντα πράγματα. Αυτά πιστεύει ό Λέων Τολστόι.
Ό Τολστόι βλέπει με απαισιόδοξο τρόπο την ιστορία του άνθρωπου και την εξέλιξη του άνθρωπου ιστορικά, όταν αυτή σημαίνει απομάκρυνση από την απλή αγροτική ζωή. Όλος ό πολιτισμένος κόσμος, πιστεύει, κατευθύνθηκε σ' ένα δρόμο πού τον οδηγεί στην καταστροφή. Ό πολιτισμός οδήγησε τη Δύση στην πνευματική φτώχεια, οδήγησε την Αμερική στην υπηρεσία του Μαμωνά και οδηγεί τη Ρωσία στη δυστυχία. Ποιά ή λύση; Ό Τολστόι λέει: Μια και απλή είναι ή λύση να ζούμε την ήρεμη, αγροτική ζωή, αντέχοντας τον εξαναγκασμό πού μας γίνεται, μη απαντώντας βίαια και μη συμμετέχοντας σε βίαια γεγονότα'.
Για τον Ρουσσώ και τον Τολστόι ούτε ή Έλεν Κέλερ, ούτε κανείς άλλος θα μπορούσε να πει, πώς είναι εχθροί της ανθρωπότητας, παρόλο πού είναι απαισιόδοξοι, επειδή ή απαισιοδοξία τους δεν οδηγεί στην απελπισία και στο θάνατο, όπως ή απαισιοδοξία ή Ινδική και του Σοπενχάουερ. Ό Ρουσσώ και ό Τολστόι ως ένα σημείο είναι αισιόδοξοι, γιατί πίστευαν στην θεϊκή πρόνοια και στην αθανασία της ψυχής. Και τα δύο, ή πίστη στη θεϊκή πρόνοια και στην αθανασία της ψυχής, δεν μπορούν να φέρουν τον άνθρωπο μέχρι την απελπισία, ούτε στην πιο μαύρη νύχτα, ούτε στον χειρότερο πόνο. Ή πίστη τους στην πρόνοια του Θεού, βρίσκεται σε μεγάλη αντίφαση με την απαισιοδοξία τους ως προς την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. 
Γιατί, αν ή πρόνοια του Θεού φαίνεται παντού στη φύση, γιατί να μην υπάρχει στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού; Ακόμη, αν ή θεϊκή πρόνοια υπάρχει, τότε γιατί ή ανθρώπινη ιστορία να βρίσκεται σε τόσο λανθασμένο δρόμο και να οδηγεί τούς ανθρώπους στην καταστροφή και στην άβυσσο;
Γιατί σ' όλη τη φύση να υπάρχει το Πνεύμα του Θεού και να επικρατεί μία τάξη, ενώ ή ζωή και ή εργασία δισεκατομμυρίων ανθρώπων πού έζησαν και ζουν στον πλανήτη γη, να είναι ένα απερίγραπτο χάος;
Επομένως, είτε δεν υπάρχει πρόνοια, είτε ή ανθρωπότητα δεν έχασε το δρόμο της, όταν πήρε το δρόμο του πολιτισμού. Όμως παρόλη την ανυποχώρητη πίστη του Ρουσσώ και του Τολστόι, υπάρχει πρόνοια του Θεού και άρα ή ανθρωπότητα δεν έχασε το δρόμο της. Αρά ό πολιτισμός είναι απαραίτητος. Ό Θεός δεν δημιούργησε τούς ανθρώπους, θέλοντας να ζήσουν όλη τη ζωή τους σε μια πρωτόγονη απλότητα και μονοτονία. Δεν δημιούργησε τούς ανθρώπους, να ζήσουν αποκλειστικά ως βοσκοί και αγρότες, αλλά να εξελίσσονται, να αναπτύσσονται και να τελειοποιούνται.
Ό πολιτισμός τελικά προκαλεί φθορά; Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί. Ναι, ό πολιτισμός προκαλεί φθορά και μάλιστα μεγάλη, αλλά φέρνει και μεγάλη χαρά: Τη χαρά της ανακάλυψη τη Χαρά της δημιουργίας, τη χαρά του αγώνα, τη χαρά της δημιουργίας νέων μορφών ζωής και νέων συνδυασμών των δυνάμεων.
Νομίζω πώς ό Ρουσσώ και ό Τολστόι παρασύρθηκαν υπερβολικά από την ομορφιά και την «ποίηση» της λογοτεχνίας τους αλλά ούτε ό ένας ούτε ό άλλος δεν εκτίμησαν την πραγματικότητα της ζωής. Γιατί είναι καλύτεροι οι βοσκοί των προβάτων και οι γιδοβοσκοί, από την Έλεν Κέλερ και τον Εμερσον; Ούτε είναι καλύτεροι, ούτε πιο ευτυχισμένοι. Τί είναι καλύτερο; Μια κολόνα από μία λαξεμένη πέτρα ή ένα λαξεμένο, καλλιτεχνημένο, πέτρινο άγαλμα; Επιλέγω, προσωπικά το καλλιτεχνημένο άγαλμα! Υποστηρίζω τον πολιτισμό με τον Θεό. Εσείς επιλέξτε.
Τον Τολστόι και τον Ρουσσώ ό πολιτισμός τούς εξύψωσε, παρόλο πού διακήρυξαν τη ζωή μέσα στη φύση και στους αγρούς. Ό Τολστόι όμως μέχρι το τέλος της ζωής του, έγραφε βιβλία και δεν όργωνε, ό Ρουσσώ μέχρι το τέλος της ζωής του, επισκεπτόταν την καλοκαιρινή του κατοικία και τα σαλόνια του αριστοκρατικού κόσμου και δεν πήγαινε να βόσκει τα κοπάδια στις Άλπεις και στα Πυρηναία. Σύμφωνα και με τούς δύο, ή επιστροφή της ανθρωπότητας στο δρόμο του πολιτισμού ήταν αδύνατη. Γι' αυτό το λόγο ή ανθρωπότητα άκουσε προσεκτικά και τον Ρουσσώ και τον Τολστόι, αλλά συνέχισε το δρόμο της. Ό δρόμος πού ακολούθησε, είναι ό δρόμος του πολιτισμού με το Θεό και φώναξε: «Πρέπει να πάρω αυτό το δρόμο».
Εάν ακόμη δεν έχετε πεισθεί, για την απαισιοδοξία αυτών των παράξενων ανθρώπων, τότε σάς παρακαλώ, να φανταστείτε μπροστά σας τον κόμη Τολστόι και τον Ρουσσώ και δίπλα τους δύο άγαρμπους, απολίτιστους ανθρώπους, από κάποια άγρια βουνά. Βάλτε τον Τολστόι και τον Ρουσσώ στα δεξιά και βάλτε τούς δύο απολίτιστους τσομπάνηδες στην αριστερά πλευρά. Κοιτάξτε τους καλά και αποφασίστε τί είναι καλύτερο: πρωτογονισμός ή πολιτισμός; Εάν θα βρείτε πώς αξίζουν δύο πρωτόγονοι βοσκοί περισσότερο από τον Ρουσσώ και τον Τολστόι, τότε πράγματι όλη ή ιστορία της ανθρωπότητας είναι μία τραγική πλάνη. "ν όμως βρείτε πώς ό Τολστόι και ό Ρουσσώ αξίζουν περισσότερο, τότε ας μάθετε πώς ή απαισιοδοξία τους ήταν αβάσιμη, αστήρικτη. Όσον αφορά εμένα, εγώ προσωπικά προτιμώ τον Τολστόι και τον Ρουσσώ.

Πηγή : - Αγίου Νικολάου Αχρίδος - Ομιλίες για την Απαισιοδοξία, Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη - Άπαντα Ορθοδοξίας

Πώς να αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου όταν θυμώνει

 Μη λες ότι αυτά και αυτά έπαθα, ότι το και το μου είπαν, γιατί εσύ είσαι που ελέγχεις τα πάντα. Ακριβώς όπως μπορείς να σβήσεις και να ανάψεις μια σπίθα, έτσι και το θυμό μπορείς μέσα σου να τον ξανάψεις ή να τον συγκρατήσεις. Όταν δεις εκείνον που σε στενοχωρεί ή όταν έρθουν στο νου σου όσα σου είπε ή σου έκανε και σε στενοχώρησε, να τα ξεχάσεις όλα αυτά. Κι αν τα θυμηθείς, να τα ρίχνεις στον πειρασμό.
Αντίθετα, ψάξε και βρες κάτι καλό που μπορεί να είπε ή να έκανε κάποτε. Και αν έχεις αυτά στο μυαλό σου, γρήγορα θα νικήσεις την εχθρότητα.Και αν πρόκειται να του πεις το σφάλμα του και να κάνεις συζήτηση μαζί του, πρώτα βγάλε από μέσα σου το πάθος και σβήσε το θυμό σου, και τότε να του ζητήσεις ευθύνες και να τον ελέγξεις για τις πράξεις του. Και έτσι θα μπορέσεις εύκολα να είσαι σε θέση υπεροχής. Γιατί, όταν είμαστε θυμωμένοι, δεν μπορούμε ούτε να πούμε, ούτε να ακούσουμε τίποτα σωστό. Αν όμως απαλλαγούμε από το πάθος, τότε ούτε θα μας ξεφύγει κάποια σκληρή κουβέντα, ούτε και θα μας φανεί σκληρό κάτι που είπαν οι άλλοι. Γιατί συνήθως δεν μας εξαγριώνουν τα ίδια τα λόγια που θα μας πουν αλλά η εχθρική διάθεση που έχουμε. Πολλές φορές, αν τα ίδια περιπαιχτικά λόγια τα ακούσουμε από φίλους που αστειεύονται ή από μικρά παιδιά, δεν θα νιώσουμε δυσαρέσκεια, ούτε θα θυμώσουμε, αλλά θα γελάσουμε και θα τα πάρουμε για αστεία. Γιατί δεν τα ακούσαμε με κακή διάθεση, ούτε με την ψυχή μας προκατειλημμένη από το θυμό.
Επομένως και με αυτούς που έχεις πρόβλημα, αν σβήσεις το θυμό και διώξεις την εχθρότητα, τίποτα από όσα λέγονται δεν θα μπορέσει να σε στενοχωρήσει.

Ιωάννης Χρυσόστομος (Εις Δαυίδ και Σαούλ, Ομιλία Γ,΄επιλογή και μετάφραση Ελένη Κονδύλη)
Από το βιβλίο της Ελένης Κονδύλη, Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, εκδόσεις Ακρίτας, έκδοση β’, 2007, σελ. 86-87).

Εγώ για σένα


Εγώ για σένα πατέρας, εγώ αδελφός,
εγώ σύζυγος, εγώ σπίτι, εγώ τροφή,
εγώ ρούχο, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιο,
ό, τι θέλεις εγώ.
Να μη σου λείψει τίποτα. Θα δουλέψω εγώ.
Ήρθα να σε υπηρετήσω, όχι να με υπηρετήσεις.
Εγώ και φίλος, και μέλος του σώματός σου και κεφάλι,
και αδελφός και αδελφή και μητέρα, όλα εγώ.
Μόνο να είσαι κοντά μου.
Εγώ φτωχός για σένα και αλήτης για σένα.
Στο σταυρό για σένα, στον τάφο για σένα.
Στον ουρανό παρακαλώ για σένα τον Πατέρα μου,
στη γη έρχομαι πρεσβευτής του Πατέρα μου για σένα.
Εσύ είσαι τα πάντα για μένα, και αδελφός και συγκληρονόμος
και φίλος μου και μέλος του σώματός μου.
Τι άλλο θέλεις;
Ιωάννης Χρυσόστομος (Εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Ομιλία ΟΣΤ΄, PG 58, 700, επιλογή και μετάφραση Ελένη Κονδύλη)

«Μείζονα ταύτης αγάπης ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». –«Κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από κείνον που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των φίλων του» (Ιωάν.15,13).
«Ο κάθε άνθρωπος βρίσκει μέσα σε Κείνον την αγάπη για να μπορεί να έχει αγάπη». π.Κων/νος Στρατηγόπουλος.

Από το βιβλίο της Ελένης Κονδύλη, Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, εκδόσεις Ακρίτας, έκδοση β’, 2007, σελ. 31).

«Δεν σε ξέρω. Πρώτη φορά σε βλέπω. Άλλα βλέπω ότι πίσω σου στέκεται ό άγγελος σου. »

...Την ώρα πού μπήκα στο δωμάτιο του, ήταν εκεί οι γιατροί, πού έκαναν την καθημερινή επίσκεψη τους στους θαλάμους των ασθενών.
Κατά σύμπτωση...
οί γιατροί εκείνοι ήταν πρώην φοιτητές μου στο Πανεπιστήμιο. Έτσι, μόλις με είδαν, ήρθαν κοντά μου... καί με ενημέρωσαν για την κατάσταση της υγείας του Γέροντα. Όταν τελείωσαν κι έφυγαν οί γιατροί, πήγα καί κάθησα δίπλα στο Γέροντα Ιάκωβο, ό οποίος, μόλις με είδε, μου είπε το εξής, το όποιο μ' εκανε πραγματικά ν' άνατριχιάσω,γιατί ήταν κάτι που δεν είχα σκεφτεί ποτέ.
- Δεν σε ξέρω. Πρώτη φορά σε βλέπω. Άλλα βλέπω ότι πίσω σου στέκεται ό άγγελος σου..
Με συγκλόνισε κυριολεκτικά αυτό πού μου είπε. Δεν το λέω για υπερηφάνεια, Καί πρόσθεσε:
- Όλοι οι άνθρωποι έχουν άγγελο. Άλλα τον δικό σου τον είδα. Πρόσεξε να μη τον διώξεις από κοντά σου. Ανατριχιάζω ολόκληρος κάθε φορά, πού το σκέφτομαι, το ίδιο όπως την ώρα εκείνη. Κι ολοκλήρωσε ό Γέρων Ιάκωβος: -Αυτός ό άγγελος έχει κατονομασθεί την ήμερα της βαπτίσεώς σου.
 Από την ήμερα της βαπτίσεώς σου σε συνοδεύει καί δεν πρέπει να φεύγει από κοντά σου. Είναι αυτός, ό οποίος τελικά θα πάρει την ψυχή σου στα χέρια του καί θα την οδηγήσει την ήμερα της Κρίσεως. Κι όταν θα έρχονται οί δαίμονες καί θα λένε «αυτός έκανε εκείνο, έκανε το άλλο, διέπραξε αυτή την αμαρτία καί την άλλη», τότε ό άγγελος σου θα λέει «ναι, τα έκανε αυτά, αλλά ταυτόχρονα έκανε κι αυτό το καλό, έκανε καί το άλλο καλό». Αυτός είναι ό δικηγόρος, πού θα σε υποστηρίξει. Πρόσεξε, λοίπόν, να μην τον απομακρύνεις.
Τον είδα να είναι κοντά σου.
Από εκείνη την ώρα, ουδέποτε σταμάτησα να έχω την αίσθηση ότι δίπλα μου υπάρχει ένας άγγελος, ό δικός μου, προσωπικός άγγελος.
Αυτό είναι ένα μέγα μήνυμα χαράς προς όλους όσους βαπτιστήκαμε Όρθόδοξοι χριστιανοί.

Η δυνατή πίστη της νεαρής μοναχής-αληθινή ιστορία


Eμφάνιση της Θεοτόκου σε μία δοκιμαζόμενη μοναχή.
 
Ήταν μία κόρη ονομαζόμενη Μαρία. Ο πατέρας της ήταν χριστιανός και εζήτει να την υπανδρεύσει εκείνη δεν ήθελε, θέλουσα να φυλάξει παρθενία. Την έβαλε σ’ ένα μοναστήρι γυναικείο και την παρέδωκε της ηγουμένης να την έχει ως παιδί της. Και αφού πέθανε ο πατήρ της, έγινε άλλος αφέντης στην χώρα εκείνη, όστις βγήκε μία ημέρα και πήγε στο μοναστήρι οπού ήταν η Μαρία.
Και ευθύς οπού την είδε ο αφέντης, ετρώθη η καρδιά του έρωτα σατανικό και γυρίζοντας στο σπίτι του έστειλε γράμματα στην ηγουμένη και της έλεγε: Αμέσως να μου στείλεις την Μαρία, διότι την είδα και με είδε, με ηγάπησε και την ηγάπησα.
Διαβάζει το γράμμα η ηγουμένη, κράζει την Μαρία και της λέγει: Παιδί μου, τί καλό είδες στον πασά και τον κοίταξες με αγάπη; Κοίταξε τί μου γράφει εδώ!
Λέγει η Μαρία: Εγώ δεν ηξεύρω τίποτε. Τον κοίταξα με άλλον σκοπό και είπα: Άρα, Θεέ μου, ταύτη την δόξα οπού έχει εδώ τούτος ο πασάς, θα την έχει και στον άλλον κόσμο; Και αυτός με κοίταξε με διαβολικό σκοπό. Εγώ αν ήθελα υπανδρεία....

<!--[if !supportLineBreakNewLine]-->
<!--[endif]-->
, με υπάνδρευε και ο πατέρας μου και έπαιρνα χριστιανό.
Τότε γράφει η ηγουμένη στον πασά: Καλύτερα σου στέλνω το κεφάλι μου, παρά τη Μαρία. Στέλνει πάλιν ο πασάς και λέγει της ηγουμένης: Ή να μου στείλεις τη Μαρία, ή έρχομαι και την παίρνω μόνος μου και καίω το μοναστήρι. Το ήκουσε η Μαρία και λέγει της ηγουμένης: Όταν έλθουν οι απεσταλμένοι, στείλε τους στο κελί μου και εγώ τους αποκρίνομαι.
Ήλθαν οι απεσταλμένοι στο κελί της Μαρίας, και τους ρώτησε τι θέλουν. Της είπαν εκείνοι: Μας έστειλε ο πασάς να σε πάρουμε, διότι είδε τα μάτια σου και τα ορέχθηκε. Τους είπε να περιμένουν να υπάγει στην εκκλησία.
Τότε παίρνει ένα μαχαίρι και ένα πιάτο, και πηγαίνει στον Ιησού Χριστό εμπρός και λέγει: Κύριέ μου, μου έδωκες τα μάτια τα αισθητά διά να πηγαίνω στον καλό δρόμο, και εγώ να πηγαίνω με το θέλημά μου στον κακό δεν είναι πρέπον. Και επειδή αυτά τα αισθητά θα μου βγάλουν τα νοητά, ιδού οπού τα βγάνω διά την αγάπη σου, διά να φύγω από το βόρβορο της αμαρτίας.
Και ευθύς βάζει το μαχαίρι μέσα στο μάτι της και το βγάνει στο πιάτο. Επήγε εμπρός και στην Παναγία και βγάζει και το άλλο της μάτι και τα βάνει μαζί. Τότε τα στέλνει του πασά και αφού τα είδε ο πασάς, γύρισε ευθύς ο σατανικός έρως σε κατάνυξη και σηκώνεται ευθύς και πηγαίνει στο μοναστήρι, και παρακαλεί τις καλογραίας να υπάγουν να κάμουν δέηση στον Θεό, να γιατρευτεί η Μαρία. Πηγαίνουν πάραυτα όλες μαζί με τον πασά και πέφτοντας κατά γης παρεκάλουν τον Κύριο και την Θεοτόκο να δώσει το φως της Μαρίας.
Εφάνη η Θεοτόκος τότε ως αστραπή στην Μαρία και της λέγει: Χαίρε, Μαρία! Επειδή προτίμησες να βγάλεις τα μάτια σου για την αγάπη του Υιού και την ιδική μου, ιδού πάλι έχε τα μάτια σου και πλέον πειρασμός να μη σου συμβεί. Βλέποντας δε το θαύμα οι παρόντες εχάρησαν πολύ και εδόξασαν τον Θεό και την Παναγία. Έπειτα ο πασάς αφιέρωσε πολύ χρυσό στο μοναστήρι και επήρε συγχώρηση από τις καλογραίας και αναχώρησε και έκαμε καλά και εσώθη.

Απόστολος και Ευαγγέλιο Κυριακής Ε’ Λουκά

Απόστολος, προς Β’ Κορινθίους ΙΑ’ 31 – ΙΒ’ 9  

31  Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν,  ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι.
32 Ἐν Δαμασκῷ  ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων,
33 καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.
1 Καυχάσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶἀποκαλύψεις Κυρίου.
2 Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα,  Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ.
3 Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦσώματος οὐκ οἶδα,  Θεὸς οἶδεν·
4 ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα,  οὐκἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι.
5 Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰμὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου.
6 Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ  βλέπει με  ἀκούει τιἐξ ἐμοῦ.
7 Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴὑπεραίρωμαι.
8 Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ·
9 καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι  χάρις μου·  γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳτελειοῦται. Ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου,ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ  δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

Μετάφραση

31 Ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι εὐλογητὸς αἰωνίως, ξέρει ὅτι δὲν ψεύδομαι.
32 Εἰς τὴν Δαμασκὸν ὁ ἐθνάρχης τοῦ βασιλέως Ἀρέτα ἐφρουροῦσε τὴν πόλιν τῆς Δαμασκοῦ, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μὲ πιάσῃ,
33 ἀλλὰ μὲ κατέβασαν ἀπὸ ἕνα παράθυρο μέσα σὲ καλάθι, ἀπὸ τὸ τεῖχος, καὶ ξέφυγα ἀπὸ τὰ χέρια του.
1 Τὸ νὰ καυχῶμαι λοιπὸν δὲν εἶναι συμφέρον μου, ἀλλὰ θὰ ἔλθω εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις τοῦ Κυρίου.
2 Ξέρω ἕνα ἄνθρωπον χριστιανὸν ὁ ὁποῖος πρὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν – εἴτε μὲ τὸ σῶμα, δὲν ξέρω, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος, δὲν ξέρω, ὁ Θεὸς ξέρει – ἁρπάχθηκε ἕως τὸν τρίτον οὐρανόν.
3 Καὶ ξέρω ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος – εἴτε μὲ τὸ σῶμα εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος δὲν ξέρω, ὁ Θεὸς ξέρει –
4 ἁρπάχθηκε εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἄκουσε ἀνέκφραστα λόγια τὰ ὁποῖα δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπαναλάβῃ ἄνθρωπος.
5 Δι’ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπον θὰ καυχηθῶ, διὰ τὸν ἑαυτόν μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ, παρὰ μόνον διὰ τὰς ἀδυναμίας μου.
6 Ἀλλὰ καὶ ἐὰν θελήσω νὰ καυχηθῶ, δὲν θὰ εἶμαι ἀνόητος, διότι θὰ πῶ τὴν ἀλήθειαν, τὸ ἀποφεύγω ὅμως μήπως μὲ θεωρήσῃ κανεὶς ἀνώτερον ἀπὸ ὅ,τι βλέπει σ’ ἐμὲ ἢ ἀκούει ἀπὸ ἐμέ.
7 Καὶ διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανεύομαι διὰ τὰς πολλὰς ἀποκαλύψεις, μοῦ ἐδόθηκε ἕνα ἀγκάθι εἰς τὸ σῶμα, ἕνας ἄγγελος τοῦ Σατανᾶ, διὰ νὰ μὲ ραπίζῃ, διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανεύομαι.
8 Τρεῖς φορὲς παρεκάλεσα τὸν Κύριον γι’ αὐτό, διὰ νὰ φύγῃ ἀπὸ ἐμέ.
9 Καὶ μοῦ εἶπε, «Σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρις μου, διότι ἡ δύναμίς μου φανερώνεται τελεία ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀδυναμία». Πολὺ εὐχαρίστως λοιπὸν θὰ καυχηθῶ μᾶλλον διὰ τὰς ἀδυναμίας μου, διὰ νὰ κατασκηνώσῃ εἰς ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

Ευαγγέλιο κατά Λουκά ΙΣΤ΄19-31

19 νθρωπος δέ τις ν πλούσιος, κα νεδιδύσκετο πορφύραν καβύσσον εφραινόμενος καθ᾿ μέραν λαμπρς.
20 Πτωχς δέ τις ν νόματι Λάζαρος, ς βέβλητο πρς τν πυλνα ατο λκωμένος
21 κα πιθυμν χορτασθναι π τν ψιχίων τν πιπτόντων π τς τραπέζης το πλουσίου· λλ κα ο κύνες ρχόμενοι πέλειχον τὰἕλκη ατο.
22 γένετο δ ποθανεν τν πτωχν κα πενεχθναι ατν π τνγγέλων ες τν κόλπον βραάμ· πέθανε δ κα  πλούσιος καὶἐτάφη.
23 Κα ν τ δ πάρας τος φθαλμος ατοπάρχων ν βασάνοις, ρ τν βραμ π μακρόθεν κα Λάζαρον ν τος κόλποις ατο.
24 Κα ατς φωνήσας επε· πάτερ βραάμ, λέησόν με κα πέμψον Λάζαρον να βάψ τ κρον το δακτύλου ατο δατος κακαταψύξ τν γλσσάν μου, τι δυνμαι ν τ φλογ ταύτ.
25 Επε δ βραάμ· τέκνον, μνήσθητι τι πέλαβες σ τ γαθά σουν τ ζω σου, κα Λάζαρος μοίως τ κακά· νν δ δε παρακαλεται, σ δ δυνσαι·
26 κα π πσι τούτοις μεταξ μν κα μν χάσμα μέγα στήρικται,πως ο θέλοντες διαβναι νθεν πρς μς μ δύνωνται, μηδ οἱἐκεθεν πρς μς διαπερσιν.
27 Επε δέ· ρωτ ον σε, πάτερ, να πέμψς ατν ες τν οκον τοπατρός μου·
28 χω γρ πέντε δελφούς· πως διαμαρτύρηται ατος, να μ καατο λθωσιν ες τν τόπον τοτον τς βασάνου.
29 Λέγει ατ βραάμ· χουσι Μωυσέα κα τος προφήτας·κουσάτωσαν ατν.
30  δ επεν· οχί, πάτερ βραάμ, λλ᾿ άν τις π νεκρν πορευθπρς ατούς, μετανοήσουσιν.
31 Ε
πε δ ατ· ε Μωυσέως κα τν προφητν οκ κούουσιν, οδὲἐάν τις κ νεκρν ναστ πεισθήσονται.

Μετάφραση

19 «Κάποτε πρχε νας πλούσιος νθρωπος, ποος φοροσε πορφύραν κα λιν νδύματα κα ζοσε καθημερινς μέσα σ μεγάλην πολυτέλειαν.
20 Κοντ ες τν πύλην του το ξαπλωμένος νας πτωχός, νομαζόμενος Λάζαρος, γεμτος πληγές,
21 ποος πιθυμοσε ν χορτάσ π τ ψίχουλα πο πεφταν π τ τραπέζι το πλουσίου. κόμη κα τ σκυλι συνείθιζαν ν ρχωνται κα ν γλύφουν τς πληγές του.
22 Συνέβη δ ν πεθάν πτωχς κα ν φερθ π τος γγέλους ες τν κόλπον το βραάμ.
23 πέθανε δ κα πλούσιος κα τάφη. Ες τν δην, που βασανίζετο, σήκωσε τ μάτια του κα βλέπει π μακρυ τν βραμ κα τν Λάζαρον ες τος κόλπους του.
24 Κα φώναξε κα επε, «Πάτερ βραάμ, λέησέ με κα στελε τν Λάζαρον ν βουτήξ τν κρη το δακτύλου του σ νερ κα ν δροσίσ τν γλσσα μου, διότι ποφέρω μέσα σ’ ατν τν φλόγα».
25 λλ’ βραμ επε, «Παιδί μου, θυμίσου τι σ πήλαυσες τ γαθά σου σου ες τν ζωήν σου πως κα Λάζαρος τ κακά· τώρα μως ατς δ παρηγορεται κα σ ποφέρεις.
26 Κα κτς π λα ατ πάρχει μεταξύ μας να μεγάλο χάσμα στε ν μ μπορον ν περάσουν κενοι πο θέλουν ν διαβον π’ δ σ’ σς, οτε κα π’ κε σ’ μς».
27 Τότε επε, «Σ παρακαλ λοιπόν, πατέρα, ν τν στείλς στ σπίτι το πατέρα μου,
28 διότι χω πέντε δελφούς, ν τος νουθετήσ, δι ν μ λθουν κα ατο ες τν τόπον ατν τν βασάνων».
29 Λέγει ες ατν βραάμ, «χουν τν Μωϋσν κα τος προφήτας, ς τος κούσουν».
30 Ατς δ επε, «χι, πάτερ βραάμ, λλ’ ἐὰν κάποιος π τος νεκρος πάη σ’ ατούς, θ μετανοήσουν».
31
λλ’ βραμ το πήντησε, «Ἐὰν δν κονε τν Μωϋσν κα τος προφήτας, δν θ πεισθον κα ν κόμη ναστηθ κάποιος π τος νεκρούς».