Προλογικό
Στὸ πλαίσιο τῆς
θεματικῆς ἑνότητας ποὺ μελετᾶ
τὴ σχέση τοῦ λαϊκοῦ
πολιτισμοῦ μὲ τὴ χριστιανικὴ παράδοση ἐντάσσεται
καὶ μιὰ ἰδιαίτερα σημαντικὴ πτυχὴ
τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ
ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸ
ὑπερβατικὸ στοιχεῖο.
Θὰ πρέπει νὰ δεχόμαστε ἤ νὰ
ἀπορρίπτουμε τὰ ὁράματα, τὰ
θαύματα καὶ γενικὰ τὰ
χαρίσματα ποὺ φαίνεται νὰ ἔχουν κάποιοι ἄνθρωποι. Εἶναι
ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ πρέπει νὰ ἐμπιστευθοῦμε
τὴν ὁδηγία τους ἤ εἶναι
πλάνη καὶ κινδυνεύουμε νὰ πλανηθοῦμε
καὶ ἐμεῖς;
Εἰδικότερα
ὅταν οἱ ἄνθρωποι
μέσα ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐκδηλώνονται τὰ χαρίσματα
αὐτὰ εἶναι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας,
ἄνθρωποι εὐλαβεῖς
ποὺ ἀποδίδουν στὸ Θεὸ
τὸ χάρισμά τους πῶς μποροῦμε
νὰ διακρίνουμε τὴ γνησιότητα
ἤ ὄχι τοῦ χαρίσματος; Ἐδῶ
θὰ καταθέσουμε μερικὲς σκέψεις γιὰ
τὰ κριτήρια ποὺ συναντᾶμε
στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
μας.
Τὸ ὑπερβατικὸ στοιχεῖο στὴ λαϊκὴ παράδοση
(τὸ πρόβλημα τῶν κριτηρίων)

Οἱ ἄλλοι
ποὺ βλέπανε τὸν τρόπο του καὶ
πὼς ἐκμεταλευόταν τὴν καλοσύνη καὶ
τὴν ἀγάπη τοῦ παπα-Νικόλα τοῦ
λέγανε νὰ τὸν ἀπομακρύνει. Εἶχε μάλιστα τόσο ἀποθρασυνθεῖ
ποὺ τὸν ἀγκάλιαζε μερικὲς φορὲς
ἀπὸ ἀγάπη τάχατες καὶ ταυτόχρονα ἔψαχνε
τὶς τσέπες του γιὰ χρήματα. Ὅμως
ὁ ἅγιος αὐτὸς
ἄνθρωπος προικισμένος
μὲ
τὸ χάρισμα τῆς ἁπλότητας
ἔβλεπε στὸν Ἀλέκο
τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ
καὶ δὲν πρόσεχε τὸ κακὸ
ποὺ τὴν ἀλλοίωνε γι’ αὐτὸ
καὶ ἔλεγε: «καλός, καλὸς ὁ Ἀλέκος».
Σ’
αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ
γιὰ νὰ ἀποφύγουμε παρεξηγήσεις θὰ πρέπει νὰ κάνουμε
μιὰ σημαντικὴ παρατήρηση. Εἶναι
ἄλλο πράγμα ἡ φυσικὴ
ἁπλότητα, τὴν ὁποία
ἔχουν πολλοὶ ἄνθρωποι
καὶ ἄλλο ἡ πνευματικὴ ἁπλότητα,
τὴν ὁποία συναντᾶμε στοὺς
ἁγίους ἀλλὰ
καὶ σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἀγωνίζονται
πνευματικά. Τὸ χάρισμα τῆς ἁπλότητας
ἔχει δοθεῖ σὲ
πολλοὺς ἀνθρώπους ὡς πνευματικὴ
περιουσία, ὡς ἰδιαίτερο χάρισμα ἀπ’ αὐτὰ
ποὺ δίνει ὁ Θεὸς σὲ κάθε ἄνθρωπο
καὶ ποὺ θὰ πρέπει, ὅπως φαίνεται στὴν παραβολὴ τῶν
ταλάντων, νὰ τὸ καλλιεργήσει αὐτὸς
ποὺ τὸ ἔχει γιὰ νὰ
δώσει καρπούς.
Ἡ πνευματικὴ ἁπλότητα ὅμως
εἶναι μιὰ πολὺ ὑψηλὴ πνευματικὴ κατάσταση ποὺ
συνοδεύεται ἀπὸ τὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς
διάκρισης καὶ φανερώνει ἄνθρωπο ἀπαλλαγμένο
ἀπὸ πάθη, γεμάτο ἀπὸ
τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.
Οἱ ἄνθρωποι
αὐτοὶ ἔχουν ξεχωριστὴ δύναμη κατὰ
τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ὅπως
φαίνεται στὴν περίπτωση τοῦ Παύλου τοῦ
ἁπλοῦ, μαθητῆ τοῦ
ἁγίου Ἀντωνίου, ὁ
ὁποῖος θεράπευσε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔπασχε ἀπὸ «ἀρχικὸ»
δαιμόνιο μὲ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου
Ἀντωνίου, ὁ ὁποῖος
γνώριζε τὸ χάρισμα τοῦ μαθητῆ
του.
Ἡ ἁπλότητα
ποὺ ἔχουν ἀπὸ
φυσικοῦ τους οἱ ἄνθρωποι
εἶναι ἡ πύλη ἀπὸ
τὴν ὁποία εἰσέρχεται τὸ
ὑπερβατικὸ στοι χεῖο
στὴ ζωὴ τῶν ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων
καὶ γι’ αὐτὸ
ἀναφέρομαι σ’ αὐτήν. Ἡ μορφὴ
αὐτὴ ἁπλότητας διαφέρει ἀπὸ
τὴν πνευματικὴ
γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει
φθάσει σ’ ἕναν βαθμὸ κάθαρσης καὶ
γι’ αὐτὸ δὲν λειτουργεῖ τὸ
χάρισμα τῆς διάκρισης τῶν πνευματικῶν
καταστάσεων μὲ κίνδυνο νὰ δεχτεῖ
τὸ ψέμα καὶ τὴν
πλάνη γιὰ ἀλήθεια.
Ξέρομε
ὅτι ὁ διάβολος «μετασχηματίζεται εἰς
ἄγγελον φωτός…καὶ
οἱ διάκονοι αὐτοῦ
μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι
δικαιοσύνης…»1
Εἶναι δύσκολο λοιπὸν
χωρὶς διάκριση μόνο μὲ τὴ
φυσικὴ ἁπλότητα νὰ γνωρίσει κανεὶς
τί κρύβεται πίσω ἀπὸ ἕνα ὄμορφο προσωπεῖο. Οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
ἔχουν τεράστια ἐμπειρία πάνω στὰ θέματα
αὐτὰ καὶ μποροῦν νὰ διακρίνουν
τὴν προέλευση ἑνὸς
ὁράματος ἤ ἀνάλογου
πνευματικοῦ φαινομένου.
Στὸ «Γεροντικὸ»
διαβάζομε ὅτι κάποτε πῆγαν στὸν
Ἅγιο Ἀντώνιο μερικοὶ μοναχοὶ
γιὰ νὰ τὸν ρωτήσουν ἄν θὰ
πρέπει νὰ πιστεύουν σὲ ὄνειρα
καὶ ὁράματα ποὺ ἔβλεπαν.
Καθὼς ὁδοιποροῦσαν γιὰ
τὸ ὄρος ποὺ ἔμενε
ὁ ἅγιος τοὺς ψόφησε τὸ
γαϊδουράκι ποὺ εἶχαν φορτώσει τὰ τρόφιμα καὶ
τὸ νερό. Ὅταν ἔφτασαν
στὸ κελλὶ ποὺ ἔμενε ὁ ἅγιος
πρὶν προφθάσουν νὰ μιλήσουν γιὰ τὸ θέμα
τους τοὺς ρώτησε πρῶτος ὁ
ἅγιος πῶς ἔγινε
καὶ τοὺς ψόφησε τὸ γαϊδουράκι.
Παραξενεμένοι
οἱ μοναχοὶ τὸν
ρώτησαν νὰ τοὺς πεῖ πῶς τὸ ἤξερε ἀφοῦ
δὲν τοῦ εἶχαν μιλήσει ἀκόμα. Τότε τοὺς
εἶπε ὅτι τοῦ τὸ
ἀποκάλυψαν οἱ δαίμονες καὶ τοὺς
δίδαξε νὰ προσέχουν ἀπὸ
τὶς δαιμονικὲς φαντασίες.
Τὸ
σημαντικὸ στὴν ὑπόθεση αὐτὴ
δὲν εἶναι τὸ ὅραμα τοῦ
ἁγίου ἀλλὰ
μὲ ποιό τρόπο διέκρινε τὴν προέλευση τοῦ
ὁράματος. Λένε οἱ Πατέρες ὅτι
ἐπειδὴ εἶχε ἀπαλλαγμένη τὴν καρδιά του ἀπὸ
τὰ πάθη καὶ ταυτόχρονα βρισκόταν
σὲ συνεχὴ
νήψη, σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση
δηλ. προσευχόμενος καὶ ἔχοντας ὡς ἄγρυπνο
φύλακα τῆς καρδιᾶς του τὸ
νοῦ, γι’ αὐτὸ
μπόρεσε νὰ διακρίνει τὴν προέλευση τοῦ
ὁράματος.
«Ἄν
δεῖς φῶς μέσα σου ἤ γύρω σου, μὴν
πιστέψεις σ’ αὐτὸ ἄν δὲν ἔχεις συγχρόνως κατάνυξη γιὰ τὸ
Θεὸ καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν
πλησίον. Μὴ φοβηθεῖς ὅμως,
ἀλλὰ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό
σου καὶ τὸ φῶς ἐκεῖνο θὰ ἐξαφανιστεῖ.
Ἄν δεῖς κάποιο ὅραμα ἤ
εἰκόνα ἤ ὄνειρο, μὴν τὸ ἐμπιστεύεσαι, γιατὶ
ἄν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ σὲ φωτίσει
γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος. Ψυχή, ποὺ
δὲν γεύθηκε τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνει ἀπὸ
ποῦ ἔρχεται τὸ ὅραμα.
Ὁ ἐχθρὸς δίνει στὴν ψυχὴ μιὰ «γλυκειὰ
αἴσθηση» ἀνακατεμένη μὲ
κενοδοξία, καὶ ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερὴ ἡ πλάνη.
Οἱ Πατέρες λένε ὅτι,
ὅταν ἡ ὅραση εἶναι ἐχθρική,
ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται σύγχυση ἤ φόβο.
Αὐτό,
ὅμως, συμβαίνει μόνο στὴν ταπεινὴ
ψυχὴ ποὺ θεωρεῖ τὸν
ἑαυτό της ἀνάξιο γιὰ
τὴν ὅραση.
Ὁ κενόδοξος, ὅμως, μπορεῖ
νὰ μὴν αἰσθανθεῖ οὔτε
φόβο οὔτε σύγχυση, γιατὶ ἐπιθυμεῖ
τὶς ὁράσεις καὶ θεωρεῖ
τὸν ἑαυτό του ἄξιο, καὶ
γι’ αὐτὸ τὸν ἐξαπατᾶ εὔκολα
ὁ ἐχθρός».2
Τὸ κλειδὶ
γιὰ νὰ διαπιστώσουμε τὶ κρύβεται πίσω ἀπ’
ὅλα αὐτὰ τὰ πνευματικὰ δρώμενα εἶναι
ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
ἀφήνει τὸ πνευματικὸ
του χνάρι πάνω στὰ ἔργα του. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι
ποὺ ἔχουν τὶς παραπάνω προϋποθέσεις
παρὰ τὸ ὅτι δὲν ἔχουν οὔτε κοσμικὴ
μόρφωση ἀλλὰ οὔτε γνωρίζουν πολλὰ γιὰ
τὴν πίστη.
Στὸ
βιβλίο τοῦ Γέροντα Παϊσίου μὲ τίτλο «Ἁγιορεῖτες
Πατέρες καὶ Ἀγιορείτικα» ὑπάρχουν πολλὲς
χαριτωμένες διηγήσεις μὲ ἁπλοὺς μοναχοὺς ποὺ
ζοῦσαν μέσα στὸ
θαῦμα μὲ τὸν πιὸ φυσικὸ τρόπο.
Ἡ ἁπλότητα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων φαίνεται στὰ μάτια τῶν κοσμικῶν ἀνοησία καὶ θεωροῦν τρελοὺς τοὺς πραγματικὰ ἁπλοὺς ἀνθρώπους.
Ἕναν τέτοιο μάλιστα,τὸν γερο-Κωνσταντίνο, τὸν
ἔστειλαν σὲ τρελοκομεῖο στὴ Θεσσαλονίκη
ἐπειδὴ ζοῦσε σὰν τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ χωρὶς νὰ φροντίζει τίποτα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ
οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν φυσικὸ νὰ φροντίζουν.
Ἕνας
ἄλλος, ὁ γερο-Παχώμιος, τὸ μόνο ποὺ ἤξερε ἦταν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ τὸ
μόνο ποὺ ἤθελε ἦταν νὰ ἀφιερώσει τὴ ζωή του σ’ αὐτὸν ἀπὸ ἀγάπη. Ἀπὸ ἀγάπη καὶ
γιὰ τοὺς ἀδελφούς του ἔπιανε μὲ τὰ χέρια του φίδια και σκορπιοὺς καὶ τὰ ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸ σπίτι γιατὶ
φοβόντουσαν οἱ ἄλλοι πατέρες. Ὅταν τοῦ λέγανε: «γερο-Παχώμιε δὲ φοβάσαι μὴ σὲ δαγκάσουν;» ἀπαντοῦσε: «ἕνα χαρτὶ (χαρτὶ
ἦταν τὸ Εὐαγγέλιο)
γράφει πὼς ἄμα πιστεύεις
στὸ Χριστὸ πιάνεις τὰ
φίδια καὶ τοὺς σκορπιοὺς καὶ
δὲ σὲ πειράζουν».
Τὸ γερο-Παχώμιο, ὅπως καὶ
ὅλους τοὺς ἄλλους,
μοναχοὺς καὶ κοσμικούς, ποὺ εἶχαν
αὐτὴ τὴν πνευματικὴ ἁπλότητα οὔτε τὰ ὁρατὰ
ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ
νοητὰ φίδια καὶ
οἱ σκορπιοὶ τοὺς
πειράζανε. Οἱ ἐμπειρίες οἱ πνευματικὲς
ποὺ εἴχανε ἦταν πέρα γιὰ
πέρα ἀληθινὲς καὶ
ἡ ἁπλότητα ποὺ εἶχαν
τοὺς φύλαγε ὥστε νὰ
μὴν «ψηλώσει» ὁ νοῦς
τους καὶ πλανηθοῦν. Ἕνας
τέτοιος ἁπλὸς μοναχὸς ὁ
ὁποῖος κάθε βράδυ εἶχε κατὰ
τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς
του τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου
φωτὸς νόμιζε ὅτι ὅλοι
οἱ μοναχοὶ εἶχαν
αὐτὴ τὴν
ἐμπειρία καὶ τὸ
θεωροῦσε πολὺ φυσικό.
Ἡ ἀδυναμία
μας νὰ διακρίνουμε ἀνάμεσα στὴν
φυσικὴ ἁπλότητα, ἡ ὁποία δὲν
μπορεῖ νὰ μᾶς προστατέψει ἀπὸ
τὴν πλάνη, καὶ στὴν πνευματικὴ ἁπλότητα εἶναι
ποὺ δημιουργοῦν αὐτὴ τὴ
σύγχυση. Ἡ φυσικὴ ἁπλότητα,
ποὺ γιὰ
νὰ τὴν διακρίνουμε ἀπὸ
τὴν πνευματικὴ ἄς
τὴν ὀνομάσουμε ἁπλοϊκότητα, συνοδεύεται πολλὲς
φορὲς ἀπὸ μιὰ ἰσχυρογνωμοσύνη ποὺ κρύβει ἐγωισμό,
ἀπὸ μιὰ ἐμμονὴ σὲ τύπους ποὺ καταντοῦν
εἰδωλολατρεία καὶ δίνουν διάσταση μαγικὴ
ἀκόμα καὶ στὰ
μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ἄς δοῦμε
πῶς περιγράφει στὸ ἔργο
του «τὸ δισάκι
τοῦ ἀσκητῆ» ὁ Νέστορας Μάτσας μιὰ «γερόντισσα» αὐτοῦ
τοῦ εἴδους:
«-Ὅταν
μιλῶ ἐγώ, ὁ Θεὸς μιλάει, μοῦ
εἶπε
ἡ γιάτρισσα ἡ Καλομοίρα στὴ
Μυτιλήνη…
-Ποῦθε
εἶσαι φερμένη κυρούλα;
-Ἀπὸ
τὸ Ἀϊβαλί.
-Ποῦθε
ἔμαθες νὰ γιαίνεις τὶς
ἀρρώστιες;
-Ἀπ’
τὴ μανούλα μου. Πρὶν κλείσει τὰ μάτια
της καὶ κοιμηθεῖ, μὲ
φώναξε κοντὰ στὸ μαξιλάρι της καὶ μοῦ
φανέρωσε ὅλα τὰ μυστικά της.
-Ποιά
μυστικά της;
-Να
δίνω γιατριά σὲ ἀρρώστους, νὰ διώχνω τὸ
κακὸ μάτι, νὰ λύνω τὰ
μάγια.
-Τί
δουλειά ἔχουν τὰ μάγια μὲ
τὴ γιατρική;
Σὲ
τοῦτο τὸ ἐρώτημα θύμωσε ἡ Καλομοίρα. Τυλίχτηκε
στὸ μαῦρο μποξά της καὶ δὲν
ἤθελε ἄλλο νὰ
μιλήσει…» 3
Τελείως διαφορετικὴ
εἶναι ἡ ἀντίδραση τῶν ἀνθρώπων
ποὺ ζοῦν τὴ γνήσια πνευματικὴ Παράδοση τῆς
ρωμηοσύνης. Μὲ πολλὴ ταπείνωση, χωρὶς
ἔπαρση, διακονοῦν τοὺς
ἀδελφούς τους ξέροντας ὅτι τὸ
χάρισμα τους εἶναι χάρισμα διακονίας ποὺ τοὺς
δόθηκε ὄχι γιὰ νὰ
ξεχωρίζουν ἀλλὰ λειτουργοῦν θεραπευτικὰ
μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ὅπως λέγαμε καὶ
σὲ προηγούμενο τεῦχος, ἄλλο
εἶναι ἡ γνήσια πνευματικὴ Παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας καὶ ἄλλο
οἱ παραδόσεις ποὺ ἔχουν
ἀπὸ ἀλλοῦ τὴν προέλευση. Ἡ σύγχυση ἀνάμεσα
στὴν Παράδοση καὶ στὶς
παραδόσεις δημιουργεῖ αὐτὴ τὴ λαθεμένη εἰκόνα γιὰ τὸν
τρόπο ποὺ λειτουργεῖ τὸ
ὑπερβατικὸ στοιχεῖο
μέσα ἀπὸ χαρισματικοὺς ἀνθρώπους
στὴ λαϊκὴ παράδοση.
Καταληκτήριες
σκέψεις.
Αὐτὸ
ποὺ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία καὶ θέτει ἕνα
καλὸ θεμέλιο στὴν προσπάθειά μας νὰ
ὁρίσουμε κάποιο κριτήριο ἀλήθειας γιὰ
μιὰ ἐμπειρία εἶναι νὰ
δοῦμε ποιός ἐπιβεβαιώνει τὸ
χάρισμα ποὺ ἔχει κάποιος. Ἄν παρατηρήσουμε
προσεκτικὰ θὰ δοῦμε ὅτι στὶς περιπτώσεις ποὺ
ὑπάρχει πλάνη τὸ χάρισμα ἐπιβεβαιώνεται
ἀπὸ τὸν ἴδιο ἤ ἀπὸ ὁμάδα
γύρω ἀπ’ αὐτόν. Στὴν περίπτωση ποὺ
τὸ χάρισμα εἶναι γνήσιο αὐτὸς
ποὺ ἀναγνωρίζει ἀλλὰ
καὶ διαχειρίζεται τὸ χάρισμα ἑνὸς
ἀνθρώπου εἶναι ἡ
Ἐκκλησία ὡς κοινότητα.
Αὐτὴ
λοιπόν, ἡ κοινότητα καὶ ὄχι
ἡ αὐθεντία ἑνὸς
ἀνθρώπου, ἔστω κι ἄν
αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ
Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης,
ὁ ἐπιστήθιος φίλος
τοῦ
Χριστοῦ, ὁ μεγάλος θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας,
ἐπιβεβαιώνει τὴν μαρτυρία του. Στὸ
τέλος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου
(Ἰω. 21,24) ἡ Ἐκκλησία
ἐπισφραγίζει τὸ λόγο του λέγοντας:
«Οὗτός
ἐστιν ὁ μαθητὴς
ὁ μαρτυρῶν
περὶ
τούτων καὶ γράψας
ταῦτα, καὶ
οἴδαμεν
ὅτι ἀληθὴς ἐστιν ἡ μαρτυρία
αὐτοῦ…».
παπα-Νικόλας
Ἀλεξάκης
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
1Β΄ Κορ.11,13-14.
2Ἀρχιμ.
Σωφρονίου, Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ
Ἀθωνίτης,Ἔσσεξ 2005, σελ.531.
3Ν. Μάτσα, Τὸ
δισάκι τοῦ ἀσκητῆ,Ἑστία τ. Γ΄ σελ. 36-37.
Πηγή: Διμηνιαίο
Φυλλάδιο της Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας για τους Νέους – Τεύχος
74 Μαϊος – Ιούνιος 2013 http://www.imis.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου