Λόγος περί ιεραποστολής
(τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου)
Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη (Κεφ.3,7. Πρός τήν ἐκκλησίαν τῆς Φιλαδελφείας).
«Καί τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Φιλαδελφείᾳ ἐκκλησίας γράψον·τάδε λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός, ὁ ἔχων τήν κλεῖν τοῦ Δαυίδ, ὁ ἀνοίγων καί οὐδείς κλείσει, καί κλείων καί οὐδείς ἀνοίξει·οἶδα σου τά ἔργα ἰδού δέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ἀνεωγμένην, ήν οὐδείς δύναται κλεῖσαι αὐτήν·–ὅτι μικράν ἔχεις δύναμιν, καί ἐτήρησάς μου τόν λόγον καί οὐκ ἠρνήσω τό ὄνομά μου·…..».
Ὁ σκοπός τῆς ἱεραποστολῆς εἶναι ἡ διαρκής ἀνανέωσις τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μέ στόχο τήν ἐκκλησιαστικοποίησιν τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἀλλά καί ἡ συνεχής κατάρτισις –συνεχής!– τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν ὑποτεθεῖ ἐσεῖς ὅτι παρακολουθήσατε κάποτε, σάν παιδιά, κατήχησι στό κατηχητικό σχολεῖο, ἤ γενικά στό σχολεῖο, δέν εἶναι ἐπαρκής, δέν μπορεῖτε νά πῆτε ὅτι «ἐγώ τά ἔμαθα εἰς τό κατηχητικό σχολεῖο καί δέν τά ἔχω πιά ἀνάγκη». Αὐτή ἡ κατάρτισις, ἡ πνευματική κατάρτισις, εἶναι ἕνα ἔργο τῆς Ἐκκλησίας διαρκές. Καί πρέπει ὅλοι οἱ πιστοί –ἕως θανάτου των– διαρκῶς νά καλλιεργοῦνται καί νά προπαρασκευάζωνται γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διαρκῶς.
Συνεπῶς, ἔχομε δύο ἔργα δύο κατευθύνσεις. Ποιούς θά φέρωμε ἀπό τήν πόρτα ἀπ’ ἔξω μέσα –νά τούς προσελκύσωμε εἰς τήν πίστιν– καί πῶς θά καλλιεργήσωμε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἤδη εἶναι μέσα στήν μάντρα, μέσα εἰς τήν Ἐκκλησία. Συνεπῶς, ἔχομε ἐδῶ δύο καταστάσεις· δύο ἱεραποστολές. Μάλιστα, θά μποροῦσε κανείς νά πῆ ὅτι ἔχομε τίς ἑξῆς ὀνομασίες, ἐσωτερική ἱεραποστολή καί ἐξωτερική ἱεραποστολή. Δέν εἶναι πάρα πολύ σωστή ἡ ἔκφρασις αὐτή· ὑπάρχει μία πιό σωστή. Λέμε, ἱεραποστολή γιά κάτι πού ἀφορᾶ τούς ἔξω, καί ποιμαντική γι’ αὐτό πού ἀφορᾶ τούς ἔσω. Αὐτή τήν στιγμή, δέν κάνω ἐγώ σέ σᾶς ἱεραποστολή· κάνω ποιμαντική. Ἐνῶ, ἀντιθέτως, ἄν θά πηγαίναμε σέ ἀβαπτίστους ἀνθρώπους, σέ ξένες χῶρες –σ’ ἀνθρώπους πού δέν ἔχουνε γνώση τοῦ Θεού–, ἐκεῖ θά κάναμε ἱεραποστολή.
Παρά ταῦτα, εἴτε ποῦμε ποιμαντική εἴτε ποῦμε ἱεραποστολή, οὐσιαστικά οἱ όροι αὐτοί συμπίπτουν. Ἁπλῶς τούς λέμε διαφορετικούς γιά κάποια διάκριση. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Πράξεις 15, 35-36): «Μετά δέ τινάς ἡμέρας εἶπε Παῦλος πρός Βαρνάβαν. Ἐπιστρέψαντες δή ἐπισκεψώμεθα τούς ἀδελφούς ἠμῶν κατά πᾶσαν πόλιν ἐν αις κατηγγείλαμεν τόν λόγον τοῦ Κυρίου, πῶς ἔχουσι». Πᾶμε νά δοῦμε ἐκεῖ πού κάναμε τήν ἱεραποστολή μας, πᾶμε νά δοῦμε, πῶς ἔχουν οἱ ἐκκλησίες ἐκεῖ; Εἶναι καλά; Ὀρθοτομοῦν; Στέκονται καλά; Προοδεύουν; Ἀλλά ὅταν θά πήγαιναν γιά δεύτερη φορά, θά ἔπρεπε αὐτό νά χαρακτηρισθῆ ὡς ποιμαντικόν ἔργον. Ἐν τούτοις, στήν φρασεολογία μᾶς λένε: Δευτέρα ἀποστολική περιοδεία τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Συνεπῶς, εἴτε ποιμαντική εἴτε ἱεραποστολή ποῦμε, στήν πραγματικότητα αὐτά συμπίπτουν μέ μία ἐλαφρά μόνο διάκριση.
Ἀλλά τόσο διότι τά μέλη τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας μεταφυτεύονται εἰς τήν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, –μέ τόν θάνατον πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι· φεύγουν ἀπό τήν παροῦσα ζωή· καταρτίζονται, προετοιμάζονται καί ἀποχωροῦν– ὅσο καί γιά τήν ἀνάγκη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ νέων ψυχῶν, ἡ ἱεραποστολή γίνεται ἀναγκαιοτάτη ὑπόθεσις τῆς Ἐκκλησίας μας. Θά λέγαμε ὅτι ἡ ἱεραποστολή εἶναι ἐντολή Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου μας καί μάλιστα εἶναι ἡ τελευταία Του ἐντολή. Γράφει στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν – διδάσκοντες· θά τούς διδάσκετε τηρεῖν· νά φυλάττουν– πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμίν». Καί εἰς τάς Πράξεις ὁ Κύριος λέγει: «Καί ἔσεσθέ Μοι μάρτυρες –θά γίνετε μάρτυρές μου· γιά Μένα θά μαρτυρήσετε στόν κόσμο– ἐν τῇ Ἱερουσαλήμ καί ἐν πᾶσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καί Σαμαρείᾳ καί ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς».
Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει Ἱεραποστολή. Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι ἡ ἱεραποστολή εἶναι ἐντολή. Θά τό πῶ ἄλλη μία φορά: Ἡ ἱεραποστολή εἶναι ἐντολή. Ὅπως ἀδελφοί μου παίρνομε τήν ἐντολή Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου, Οὐ κλέψεις, Οὐ μοιχεύσεις, Οὐ φονεύσεις, ἔτσι παίρνομε καί τήν ἐντολή Θά κάνης ἱεραποστολή. Ὅπως θά ἐξομολογεῖσο ὅτι ἔκλεψες, ἐφόνευσες, ἤ ἔκανες ἀνηθίκους πράξεις, ἔτσι θά ἐξομολογηθῆς ὅτι δέν ἔκανες ἱεραποστολή. Ἄν ἀνοίξετε τήν Καινή Διαθήκη, ἀπό τήν πρώτη σελίδα ἕως τήν τελευταία, θά βρίσκετε διαρκῶς ἐντολές. Ὅταν λέγει ὁ Κύριος, ἤ καλύτερα νά πῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιατί εἶναι μία εἰδική περιπτωση, Χαίρετε, πάλιν ἐρῶ, χαίρετε –δηλαδή, νά ’χετε χαρά– τί θά λέγατε, ὅτι αὐτό εἶναι προαιρετικόν; Ὅτι δηλαδή, ἄν θέλω ἔχω χαρά, ἄν δέν θέλω δέν ἔχω χαρά. Εἶναι ἐντολή. Ἐντολή νά ἔχω χαρά; Εἶναι ἐντολή. Πρέπει νά εἶσαι χαρούμενος χριστιανός. Ἐάν δέν εἶσαι ὁ χαρούμενος χριστιανός, σημαίνει δέν ἐγνώρισες τί σημαίνει εἶμαι χριστιανός. Δέν ἐγνώρισες τί σημαίνει εἶμαι σωσμένος ἄνθρωπος. Δέν ἐγνώρισες τί σημαίνει ὅτι ὁ Θεός μοῦ ’δωσε προνόμιο·νά μέ υἱοθετήση, νά γίνω κατά χάριν παιδί Του καί νά μοῦ δώση τήν μακαριότητα. Ἄν λοιπόν, ἔχω αὐτά ὅλα καί τήν μεγάλη ἐλπίδα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, μπορῶ νά εἶμαι λυπημένος ἄνθρωπος; Τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; Δέν λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «τῇ ἐλπίδι χαίροντες;» Καί μόνο πού θά ’χετε τήν ἐλπίδα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά πετᾶτε ἀπό τήν χαρά σας. Δέν λέγει «τῇ πίστει χαίροντες», λέγει «τῇ ἐλπίδι». Διότι, ὅταν ἔχω ἕνα ἀντικείμενο, –συγγνώμη– μοῦ λέγουν ὅτι θά μοῦ δώσουν ἕνα ἀντικείμενο. Τό πιστεύω. Ὅταν χαίρω ὅμως γιά τό ἀντικείμενο πού θά πάρω, τότε αὐτό δέν εἶναι πίστις, εἶναι ἐλπίδα. Καί ἡ ἐλπίδα δένεται μέ τήν χαρά. Ἡ ἐλπίδα εἶναι ἀρετή· ἡ χαρά εἶναι ἀρετή. Εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ χαρά. Θά τό φανταζόσαστε λοιπόν ποτέ ὅτι εἶναι ἐντολή; Θά τό φανταζόσαστε; Πολύ παραπάνω, ἀγαπητοί μου, εἶναι καί ἡ ἱεραποστολή. Καί πλῆθος ἄλλα πράγματα, πλῆθος ἄλλα πράγματα, πού δέν μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι μπορεῖ αὐτά τά πράγματα νά εἶναι ἐντολές.
Καί πρός ποίους ἐδόθη ἡ ἐντολή τῆς ἱεραποστολῆς, ὅταν εἶπε «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη»; Δέν βλέπομε κάτι πού νά λέη ἐντέλλομαι ὑμίν. Ἁπλῶς, «Πηγαίνετε». Ἐντολή εἶναι· ἐντολή εἶναι. Πρός τούς ἕνδεκα; Καί μετά ἀπό τήν ἔξοδο τῆς ζωῆς τῶν ἕνδεκα –ἤ τῶν δώδεκα ἄν θέλετε παρακάτω– μαθητῶν, δέν θά ἀτονοῦσε ἡ ἐντολή; Θά ἀτονοῦσε λοιπόν, ἡ ἐντολή; Ἡ ἐντολή τῆς ἱεραποστολῆς εἶναι μία ἐντολή ἐποχική, περιστατικοῦ χαρακτῆρος; Ἀσφαλῶς, ἀγαπητοί μου, ὄχι. Ἁπλούστατα, ἡ ἐντολή δίδεται πρός πάντας ἀνεξαιρέτως τούς πιστούς. Ὅπως ἡ ἀγάπη –αὐτό θέλω νά προσέξετε– εἰς τό πρῶτο της στάδιο, γίνεται ἐντολή– ὅταν λέει, «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου»– τί εἶναι αὐτό; Εἶναι ἐντολή. Ὅταν λέγει «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου», τί εἶναι αὐτό; Ἐντολή! Γιά σκεφθῆτε τώρα νά πῆ ὁ σύζυγος εἰς τήν σύζυγόν του «σοῦ δίνω ἐντολή νά μέ ἀγαπᾶς». «Τί λές ἐκεῖ, –θά πῆ ἐκείνη– εἶναι θέμα ἐντολῆς νά σέ ἀγαπῶ ἤ θέμα αὐθόρμητο; Δημιούργησέ μου προϋποθέσεις νά σέ ἀγαπῶ. Ἐντέλλεσαι νά σέ ἀγαπῶ;» Φαίνεται παράξενο λοιπόν, ἀγαπητοί μου, νά μᾶς δίνει ὁ Θεός ἐντολή, ἐντολή νά ἀγαπᾶμε; Παράξενο. Παράξενο πρᾶγμα. Ε, λοιπόν, εἶναι τό πρῶτο στάδιον. Ἀπό τήν στιγμή πού θά πάρης τήν ἐντολή νά ἀγαπᾶς, κατόπιν αὐτοῦ δέν θά μείνης ἐκεῖ, θά προχωρήσης στό δεύτερο στάδιο·θά σοῦ γίνη ἀνάγκη νά ἀγαπᾶς. Ἔτσι καί ἡ ἱεραποστολή ἀπό τήν στιγμή πού θά πάρης τήν ἐντολή καί θά ἀρχίσης νά ἀγαπᾶς τόν Χριστόν, μετά δέν ἔχης ἀνάγκη νά σοῦ δίνει ὁ Χριστός τήν ἐντολή. Θά σοῦ γίνη ἀνάγκη νά κάνης ἱεραποστολή.
Ἀκοῦστε πῶς τό λέγει αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Θεσσαλονικεῖς 2,8.): «οὕτως ὀμειρόμενοι –ὀμειρόμενοι θά πῆ, ἔτσι, μέ τέτοια θερμή ἀγάπη– ὑμῶν εὐδοκοῦμεν μεταδοῦναι ὑμίν οὐ μόνον τό Εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τάς ἑαυτῶν ψυχάς, διότι ἀγαπητοί ἠμῖν γεγένησθε». Λέγει ὅτι φιλοτιμούμεθα καί ἔχομε θερμή ἀγάπη –ὄχι νά σᾶς φέρωμε τό Εὐαγγέλιο– διότι πήραμε ἐντολή ἀπό τό Χριστό νά σᾶς εὐαγγελιστοῦμε –ὄχι– ἀλλά μαζί μέ τό Εὐαγγέλιο σᾶς δίνομε καί τίς καρδιές μας· τήν καρδιά μας. Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι αὐτό ἀπό ἐντολή ἔγινε πιά συνείδησι. Ἔγινε συνείδησι. Ὅταν προσφέρεις τόν λόγο τοῦ Θεοῦ βουτηγμένο μέσα στήν καρδιά σου, μές στήν ἀγάπη.
Συνεπῶς, προσέξτε: Ἅμα πιστός, ἅμα ἀπόστολος. Αὐτό θέλω νά κρατήσετε. «Ἅμα» θά πῆ συγχρόνως. Τήν στιγμή πού ἔγινες πιστός, τήν ἴδια στιγμή γίνεσαι καί ἀπόστολος. Τήν ἴδια στιγμή. Ἅμα πιστός, ἅμα ἀπόστολος. Δέν εἶσαι ἀπόστολος; Νά τό κριτήριο. Δέν εἶσαι πιστός. Ἄν εἶσαι ἀπόστολος, εἶσαι πιστός. Σημαίνει ὅτι ἡ πίστις σέ καίει. Ἡ πίστις δέν εἶναι γιά σένα μία ὑπόθεσις μόνο ἀτομική· εἶναι κάτι πού θές νά τήν πῆς καί στόν ἄλλον· αἰσθάνεσαι ἄσχημα. Μπαίνω, ἀγαπητοί μου, πολλές φορές –δέν ξέρω ἄν μ’ ἀκούη τώρα καί κανείς, νά ’ναι παρών, ἤ περισσότεροι ἀπό ἔναν– σ’ ἕνα ταξί νά πάω στό 303 Π.Ε.Β. κάθε Δευτέρα τό πρωί νά προλάβω ἐκεῖ τό μάθημα κτλ καί ὑπάρχουν φορές πού ἔχω πάντα μέσα στήν τσάντα μου κάτι, ἕνα ἔντυπο νά τό δώσω στόν ὁδηγό νά τοῦ πιάσω κουβέντα: «Τί κάνουν τά παιδιά σας, ἔχετε παιδιά, τά ’χετε στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ τά παιδιά σας, πᾶτε στήν Ἐκκλησία;» «Ἄ, πάτερ δέν πάω στήν Ἐκκλησία». «Λοιπόν, ἀκοῦστε, θά πηγαίνετε Κυριακή πρωί στήν Ἐκκλησία. Δοκιμᾶστε καί θά ἰδῆτε. Μετά ἀπό τίς δέκα πού τελειώνει ἡ Ἐκκλησία, πηγαίνετε στό ταξί σας. Θά δῆτε πόση δουλειά θά σᾶς δώση ὁ Θεός! Καί τά χρήματα θά βρίσκουν τόπο μέσα στό σπίτι σας. Δοκίμασέ το καί θά δῆς». Τό αἰσθάνομαι ἀνάγκη νά τό πῶ. Ὑπάρχουν φορές πού –δέν ξέρω– δέν θέλω ν’ ἀνοίξω τό στόμα μου, ἤ παίζει τό ραδιόφωνο, ἤ δέν ἔχει διάθεση ν’ ἀκούση ὁ ὁδηγός, ὅπως θέλετε πάρτε το. Αἰσθάνομαι μέσα μου νά μέ τρώη. Αἰσθάνομαι ὅτι μπῆκα –δέκα λεπτά εἶναι ὅλο τό ταξίδι, δέν εἶναι παραπάνω· δέκα λεπτά εἶναι– ὅτι μπῆκα μέσα σ’ ἕνα αὐτοκίνητο καί δέν χρησιμοποίησα αὐτά τά δέκα λεπτά. Καί αἰσθάνομαι τύψεις. Γιατί δέν εἶπα μία κουβέντα εἰς αὐτόν τόν ἄνθρωπο· εἰς αὐτόν τόν ὁδηγόν. Ἔτσι πρέπει νά αἰσθανόμαστε. Σᾶς τό λέγω ἀλήθεια. Πᾶρτε παράδειγμα τούς αἱρετικούς. Δέν τούς βλέπετε; Μόλις σταθοῦν δίπλα σας, τί κάνουν; Ἀνοίγουν τό στόμα τους κι ἀρχίζουν νά λένε. Δέν εἶναι ντροπή μας, δέν εἶναι ντροπή μας ἐμεῖς πού ἔχομε τήν ἀλήθεια, νά μήν τήν ποῦμε στούς ἀδελφούς; Νά μήν βοηθήσουμε τούς ἀδελφούς;
Βλέπετε, λοιπόν, ὅτι ἡ ἐντολή «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» δέν εἶναι γιά τούς ἕνδεκα μαθητές. Εἶναι γιά ὅλους τους πιστούς, ὅλων τῶν αἰώνων καί ὅλων τῶν ἐποχῶν. Καί σᾶς τό εἶπα: «Ἅμα πιστός, ἅμα ἀπόστολος». Ἀπό τήν στιγμή πού γίνεσαι πιστός, ταυτοχρόνως γίνεσαι καί ἀπόστολος.
Ἱεραποστολή, ὅμως, δέν σημαίνει μόνον ὅτι πηγαίνω σ’ ἕναν ἄλλον τόπον –έτσι θά πῆτε κάπως, τό πράγμα– ἤ σέ ἀγνώστους ἀνθρώπους νά κηρύξω τόν Χριστό. Ἀγαπητοί μου, ὁ διπλανός μας ἄνθρωπος –ἀκοῦτε;– ὁ διπλανός μας ἄνθρωπος περιμένει τόν ἱεραπόστολον πιστόν νά τόν ὁδηγήση στόν Χριστό, ἔστω κι ἄν ὁ διπλανός μας εἶναι βαπτισμένος ἄνθρωπος. Τόν βλέπετε λυπημένο· τόν βλέπετε μέ πένθος· τόν βλέπετε σέ μία κατάσταση, δέν ξέρω τί. Ἀνοῖξτε τό στόμα, πῆτε δύο κουβέντες. Βέβαια πρέπει –θά μοῦ πῆτε– νά ξέρωμε μία τέχνη. Νά σᾶς πῶ. Λέει μία κουβέντα: «Ἀνάγκη τέχνας κατεργάζεται». Κι ἐγώ θά σᾶς ἔλεγα μέ μία τροποποίησι: «Ἡ ἀγάπη τέχνας κατεργάζεται». Λέγει ὁ ἱερός Αὐγουστίνος: «Ἀγάπα καί κάμε ὅ,τι θέλεις». Ἅμα ἀγαπᾶς, πραγματικά ἀγαπᾶς, ἀγαπᾶς τόν Θεό νά μήν τόν ζημιώσης καί τήν δόξα Του, οὔτε τόν πλησίον σου, τότε μές στήν ἀγάπη σου θά γίνης σοφός στήν μέθοδο, στάς μεθόδους. Σοφός! Θά βρῆς τάς μεθόδους, –δέν χρειάζεται νά ξέρης γράμματα– θά βρῆς τάς μεθόδους καί θά μιλήσης κατάλληλα. Τί θά σοῦ ἀπαγόρευε νά μιλήσης κατάλληλα; Ἡ ἀγάπη; Ἅμα ἀγαπᾶς καί δέν θέλεις νά κάνης ζημία, θά μιλήσης κατάλληλα.
Ἔτσι, λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἄν πιστεύαμε στόν Χριστό, εἴμεθα κι ἐμεῖς ἀπεσταλμένοι τοῦ Χριστοῦ. Ἄς προσέξουμε. Ἕνας ἀπεσταλμένος τῆς κάθε στιγμῆς· ἐπαναλαμβάνω τῆς κάθε στιγμῆς. Ἐν παντί τόπω ἐν παντί χρόνω. Δέν μπορεῖς νά πῆς: «Ἐγώ τό εἶπα καί ἔκανα τό χρέος μου, ξόφλησα». Πόσες φορές λέμε αὐτό τό ξόφλησα! Ξόφλησες; Δυστυχῶς, τό λέω καμμιά φορᾶ κι ἐγώ. Λέω στά παιδιά τοῦ 303 Π.Ε.Β., τά ὁποία μέ σκάζουνε πολλές φορές, εἶναι τά παιδιά τῆς ἐποχῆς. Τώρα ἔχω, βέβαια, ἀρκετούς ἀκροατάς τοῦ 303 Π.Ε.Β. «Ἄ, –τά λέω– καί ἴσως τό δικαιολογοῦν· λέω, παιδιά τό καταλαβαίνετε; Ἕνα χρέος μέ φέρνει ἐδῶ πέρα». Ἔτσι μοῦ ’ρχεται, νά λέω, νά μήν ξαναπάω. Δέν μπορῶ. Δέν μπορῶ. Δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι ξόφλησα, ἔκανα τό καθῆκον μου. Νά, ἄς ποῦμε δέν προσέχουν –δέν ξέρω τί– δέν ξαναπάω. Δέν μπορῶ· δέν μπορῶ. Θά πάθω αὐτό πού ἔπαθε ὁ προφήτης Ἱερεμίας.
Ξέρετε τί ἔπαθε; Διαβάστε τό Α΄ κεφάλαιο τῆς προφητείας του, τοῦ βιβλίου του, τοῦ ’πε ὁ Θεός νά κάνη ἀποστολή. Νά βγῆ νά προφητεύση. Καί λέει «Κύριε, δέν μπορῶ. Εἶμαι μικρός, εἶμαι…» Ἀκοῦστε: «Εἶμαι μικρός, ἄγουρος, δέν μπορῶ». Κι ἔπεσε φωτιά στά κόκκαλα τοῦ Ἱερεμίου! Φωτιά! Ἄρχισαν νά τρίζουν τά κόκκαλά του. Αἰσθανόταν πολύ ἄσχημα καί δέν μποροῦσε νά ἡσυχάση. Ἄρχισε νά ὁμιλῆ καί πάψαν τά κόκκαλά του νά τρίζουνε καί νά φλογίζονται. Αὐτό εἶναι. Ἔτσι, δέν μποροῦμε νά ποῦμε «τό χρέος μου τό ἔκανα, ξόφλησα». Δέν μοῦ λέτε; Ἡ ἀγάπη ξοφλᾶ; Ἐάν δέν ξοφλάει ἡ ἀγάπη, οὔτε ἡ ἱεραποστολή ξοφλάει. Καί δέν μποροῦμε νά λέμε χρέος. Τό κίνητρο τῆς ἱεραποστολῆς δέν εἶναι χρέος ἀλλά εἶναι ἡ ἀγάπη.
«Κανένα λογαριασμό –λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος– δέν πρέπει νά χρωστᾶτε, –ἀκοῦστε– κανένα λογαριασμό». Οὔτε οἰκονομικό λογαριασμό· τίποτα. Νά μποροῦμε γρήγορα νά ξοφλοῦμε, ἀγαπητοί μου. Τί σπουδαῖο πρᾶγμα! Ἀκοῦστε: Μήν χρωστᾶτε. Ὅσο μπορεῖτε, μήν χρωστᾶτε. Ὅσο μπορεῖτε ἁπλώνετε τά χέρια σας καί τά πόδια σας· μή χρωστᾶτε. Μή συνηθίζετε νά χρωστᾶτε. Κι ἄν καμμιά φορά χρωστᾶμε, νά τρέχουμε γρήγορα νά τά ξοφλοῦμε. Ἀκοῦστε: γρήγορα νά τρέχουμε νά ξοφλοῦμε. Μήν τά καταχρώμεθα. Μήν λέμε στόν ἄλλον, δώσ’ μου χρήματα καί δέν τά ἐπιστρέφουμε ποτέ. Προσέξτε, εἶναι ἁμαρτία. Εἶναι φοβερό πρᾶγμα. Λοιπόν, λέγει ὁ Ἀπόστολος: Κανένα λογαριασμό δέν θά χρωστᾶς παρά μόνον ἕναν ἀνεξοφλήτως θά τόν χρωστᾶς. Τόν λογαριασμό τῆς ἀγάπης. «Μηδενί μηδέν ὀφείλετε ἤ μή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλους». Ἀκούσατε; Μηδενί –σέ κανέναν– μηδέν, τίποτα νά χρωστᾶτε· ἕνα χρέος· νά ἀγαπᾶτε τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Μόνον ἡ Ἀγάπη μένει ἀνεξόφλητη. Συνεπῶς, καί ἡ ἱεραποστολή μένει ἀνεξόφλητη.
Πρέπει νά συνειδητοποιῆ ὁ πιστός ὅτι ἔχει διαρκῶς ἀνεξόφλητο τό χρέος τῆς ἱεραποστολῆς. Δέν χρειάζονται εἰδικά προσόντα. Θέλετε ἀκόμη; Μόνο τρία χρειάζονται: Ἡ πίστις, ἡ ἀγάπη καί ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ. Ἡ πίστις, ἡ ἀγάπη καί ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ. Δέν χρειάζεται οὔτε ἡ εὐγλωττία οὔτε ἡ πολλή, λεγομένη, θύραθεν γνῶσις καί σοφία οὔτε εἰδικά διπλώματα οὔτε ἄλλα προσόντα. Ἔχεις φλόγα στήν καρδιά σου; Πιστεύεις στόν Θεό; Τόν ἀγαπᾶς; Τόν γνωρίζεις τόν Θεό; Ἔχεις ἐμπειρία ἀπό τόν Θεό; Ἄρχισε νά ὁμιλῆς. Αὐτό πού θά πῆς θά πιάνη στίς καρδιές. Γιατί εἶναι καρπός τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμα, –παράξενο– οὔτε ὑλικά πράγματα χρειάζονται. Σήμερα ξέρετε, ὅταν μιλᾶμε γιά ἱεραποστολή, ὅλο μιλᾶμε γιά χρήματα. Ἔχομε χρήματα; Ἀγαπητοί μου, τά ὑλικά πράγματα δέν χρειάζονται γιά τήν ἐπιτυχία τῆς ἱεραποστολῆς. Θά μοῦ πῆτε, εἶμαι οὐτοπιστής. Εἶμαι ἐκτός πραγματικότητος. Μία γυναῖκα, μία γυναῖκα –στούς πρωτοχριστιανικούς χρόνους– ἐξεχριστιάνισε ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μέ τί λέτε; Μ’ ἕνα σταυρό ἀπό κληματόβεργα! Τίποτε ἄλλο δέν εἶχε! Τίποτε ἄλλο δέν εἶχε! Ἀλλά καί οἱ ἀπόστολοι κατέκτησαν τόν κόσμον μέ τήν πτωχείαν των καί τήν ἀσημότητά των. Τί εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι; Εἶχαν ὑλικά μέσα; Εἴχανε συντάξεις; Εἴχανε ταξίδια, χρήματα, πιστώσεις, ἐπιχορηγήσεις; Τί εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι; Στό βάθος, οὔτε ὑλικά πράγματα χρειαζόμαστε. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Διά δόξης καί ἀτιμίας –πῶς ἐκινεῖτο!– διά δυσφημίας καί εὐφημίας, ὡς πλάνοι καί ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καί ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καί ἰδού ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καί μή θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεί δέ χαίροντες, ὡς πτωχοί πολλούς δέ πλουτίζοντες, ὡς μηδέν ἔχοντες καί πάντα κατέχοντες» (Β΄Κορινθίους, 6,8)
Εἶναι χαρακτηριστικό, ἀκόμη, ὅτι ἀποτεινόμενος ὁ Κύριος πρός τόν ἐπίσκοπον τῆς Φιλαδελφείας τοῦ ὑπενθυμίζει καί τοῦ λέγει: «ὅτι μικρᾶν ἔχεις δύναμιν καί ἐτήρησάς μου τόν λόγον καί οὐκ ἠρνήσω τό ὄνομά μου». Ποιά εἶναι αὐτή ἡ μικρά δύναμις; Εἶναι δυνατόν –πρώτον– νά ἀναφέρεται εἰς τό ὀλιγάριθμον τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φιλαδελφείας –διότι ἦτο ἄσημος Ἐκκλησία ἀπό πλευρᾶς ἐξωτερικῆς ἐμφανίσεως– εἴτε εἰς τήν μετριότητα τῶν οἰκονομικῶν μέσων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φιλαδελφείας εἴτε εἰς τά ἐξωτερικά προσόντα καί προτερήματα τοῦ ἐπισκόπου –ὅπως εἶναι ἡ σωματική ἀντοχή, ὅπως εἶναι ἡ εὐγλωττία– εἴτε μᾶλλον σέ ὅλα αὐτά. Σέ ὅλα αὐτά. Εἴδατε; «Ὅτι μικρᾶν ἔχεις δύναμιν καί ἐτήρησάς μου τόν λόγον καί οὐκ ἠρνήσω τό ὄνομά μου». Ποῖον λόγον; Ὅτι ἤσκησες ἱεραποστολήν. «Ἐγώ σοῦ ἤνοιξα πόρτα, ἐσύ τήν ἤσκησες καί δέν ἀρνήθηκες τό ὄνομά Μου, ἀλλά τό διδάσκεις, τό κηρύσσεις, τό ὁμολογεῖς». Πολλάκις, ὁ Κύριος δίδει –πολλάκις– μικρά κατά κόσμον δύναμιν, ὥστε οἱ ἐπιτυχίες τοῦ κηρύγματος τοῦ Χριστοῦ νά μήν εἶναι ἐπιτυχίες κατά κόσμον –ὅπως εἶναι οἱ γνώσεις, εἶναι οἱ ρητορίες κτλ.– ἀλλά νά εἶναι ἐπιτυχία κατά Χριστόν. Ὁ ἀπόστολος ΙΙαύλος λέγει: «ἄν καί ἰδιώτης τῶν λόγων». Ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «ὁ Παῦλος ἰδιώτης;» –«Ἰδιώτης» θά πῆ ἀγράμματος– ἄν καί ἰδιώτης, ἀγράμματος εἰς τόν λόγον! Γράφει εἰς τούς Κορινθίους «δέν ἦρθα –λέγει, νά τί λέγει:– (Ἅ'Κόρ. Β 1-4.) «Καγῶ ἐλθῶν πρός ὑμᾶς, ἀδελφοί –λέει στούς Κορινθίους– ἦλθον οὐ καθ’ ὑπεροχήν λόγου –γιά νά σᾶς μιλήσω ὄμορφα– ἤ σοφίας, καταγγέλων ὑμῖν τό μαρτύριον τοῦ Θεοῦ. Καί ἐγώ ἐν ἀσθενείᾳ καί ἐν φόβῳ καί ἐν τρόμῳ πολλῶ ἐγενόμην πρός ὑμᾶς καί ὁ λόγος μου καί τό κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ὑποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως». Ὁρίστε!
Ἀκόμη πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι τίς εὐκαιρίες τίς δίδει μόνον ὁ Θεός. «Ἰδού –λέγει– δέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ἀνεωγμένην». Ἐγώ ἔδωσα σέ σένα θύρα ἀνεωγμένη, δέν τήν ἄνοιξες ἐσύ· ἐγώ τήν ἄνοιξα τήν πόρτα, λέγει ὁ Κύριος. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε παρά νά ἀνακαλύπτωμε τίς εὐκαιρίες αὐτές καί νά τίς ἐκμεταλλευώμεθα. Ἄν ἀκόμη, εἰς τό ἱεραποστολικό μας ἔργον παρουσιάζονται δυσκολίες –πού ὁπωσδήποτε θά παρουσιάζονται δυσκολίες, εἶναι ἕνα στοιχεῖο γνησιότητας στό ἱεραποστολικό ἔργο νά παρουσιάζονται δυσκολίες– δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι οὐδείς δύναται κλεῖσαι αὐτήν. Τό εἶπε ὁ Κύριος. Δέν μπορεῖ νά κλείση κανένας τήν πόρτα. Δυσκολίες; Δυσκολίες! Ἀλλά κανείς δέν μπορεῖ νά κλείση τήν πόρτα. Διότι ὁ Χριστός εἶναι «Ὁ ἔχων τήν κλεῖν τοῦ Δαυίδ, ὁ ἀνοίγων καί οὐδείς κλείσει καί ὁ κλείων καί οὐδείς ἀνοίξει».
Ἄν πιέζη ἀκόμη, τό στῆθος τοῦ πιστοῦ ὁ ὄγκος τοῦ κακοῦ –ὅπως εἶναι ἡ ἐποχή μας– καί τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἀρνήσεως, δέν ἔχει παρά νά μελετήση τό τί συνέβη εἰς τόν Ἀπόστολον Παῦλον ὅταν ἐπεσκέφθη τήν Κόρινθον, –πού ἐτρόμαξε ἀπό τήν διαφθορά της– τότε, στά μισά του πρώτου αἰῶνος -τό 51 εἶχε ἔρθει- ἐτρόμαξε ἀπό τήν διαφθορά τῆς Κορίνθου. Σκέτη πορνική πόλις. Καί λέγει «πῶ, πῶ! Νά φύγω, νά φύγω, νά φύγω». Καί ἐμφανίζεται ὁ Κύριος καί τοῦ λέγει τοῦ Παύλου (Πράξεις 18,10): «Μή φοβοῦ, ἀλλά λάλει καί μή σιωπήσης, διότι λαός ἐστί μοι πολύς ἐν τῆ πόλει ταύτη». Καί ἔμεινε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέκα ὀκτώ μῆνες, κηρύσσων Χριστόν εἰς τήν Κόρινθον.
Ἀκόμη, ὁ προφήτης Ἠλίας, ἀγαπητοί μου, παρεπονεῖτο ὅτι ἔμεινε μονότατος, ἐνῶ ἕνα πλῆθος λαοῦ –ἔξι χιλιάδες ἄνδρες– δέν εἶχαν κάμψει γόνυ στόν Βάαλ καί ἔμειναν πιστοί εἰς τόν ἀληθινόν Θεόν. Ποτέ, λοιπόν, δέν πρέπει νά καταλάβη ἡ ἀπογοήτευσις τήν ψυχή μας. Ἴσως, νά πῆ κάποιος: «Χαμένος κόπος· χαμένος κόπος!» Νά, εἶπα. Δέν βλέπεις τώρα τί κάνει; Θά ’χα πολλές προσωπικές ἱστορίες νά σᾶς πῶ, ἀλλά ἀρκοῦμαι σ’ αὐτό πού λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ἴσως μοῦ πῆς –λέγει– ὅτι αὐτός πού ἄκουγε χθές τό κήρυγμά σου, τώρα τό βράδυ εἶναι στό ἀπέναντι καπηλιό καί πίνει κρασί. Καί τί ἔκανες; Θά σοῦ ἀπαντήσω. Ναί, εἶναι στό καπηλιό καί πίνει κρασί. Ἀλλά δέν τό πίνει ὅπως θά τό ἔπινε ἄν δέν ἄκουγε τό κήρυγμά μου». Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι πίνει τό κρασί, ἀλλά τόν τρώει κι ὁ λόγος ὁ δικός μου. Αὐτά πού τοῦ εἶπα τόν βασανίζουν. Κι αὐτά μποροῦν νά γίνουν αἰτία νά ἐπιστρέψη.
Ἐν τούτοις, καί σέ τόπο καί σέ χρόνο ἀπροσδόκητον, μποροῦμε, ἀγαπητοί μου, νά δοῦμε τό ἀποτέλεσμα τοῦ κόπου μας. Σᾶς εἶπα, θά ’χα πολλές ἱστορίες νά σᾶς διηγηθῶ· δέν παίρνει ὁ χρόνος. Ἀλλά μήν ξεχνᾶμε ὅτι ἄν δέν θερίσουμε, δέν ἐστάλημεν γιά νά θερίσουμε ἀλλά γιά νά σπείρουμε. Ὁ ἱεραπόστολος δέν θερίζει· ὁ Θεός θερίζει. Ἐμεῖς θά σπείρουμε· ἐμεῖς θά ποῦμε. Τό παρακάτω ὁ Θεός θά τό κάνη. Θά θερίση ὁ Θεός ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. Αὐτό εἶναι δικό Του θέμα. Δέν εἶναι δικό μας θέμα. Στίς ἀντιξοότητες τέλος, πρέπει νά δεχόμεθα τήν βεβαίωσι τοῦ Κυρίου πού λέγει στόν Ἀπόστολο Παῦλο «Μή φοβοῦ, διότι ἐγώ μετά σοῦ». Πότε τοῦ το ’χε πῆ αὐτό; Ἅμα ἦταν στήν Ἱερουσαλήμ. «Μή φοβᾶσαι, ἐγώ εἶμαι μαζί σου». Ἔτσι ἀγαπητοί μου, ἄν ἀγαπᾶμε τόν Κύριο καί πιστεύομε βαθειά εἰς Αὐτόν, ἐμεῖς πρῶτοι θά κινήσουμε νά κάνουμε ἱεραποστολή. Πρίν προλάβη ὁ Κύριος νά μᾶς πῆ: «πήγαινε ἐκεῖ καί πές ἐκεῖνο κι ἐκεῖνο». Γιατί; Διότι θά ἔχομε φιλοτιμηθεῖ ἀπό τήν ἀγάπη μας πρός τόν Χριστόν. Αὐτός πού ἀγαπᾶ εἶναι καί φιλότιμος ἄνθρωπος. Εἶναι καί φιλότιμος ἄνθρωπος. Ἔτσι λοιπόν, θά σπεύσωμε φιλοτιμούμενοι νά μιλήσωμε γιά τόν Χριστό, νά τόν κηρύξουμε παντοῦ· στό σπίτι μας, στό δρόμο, στό λεωφορεῖο, στήν ἐργασία, στήν ἐξοχή, παντοῦ. Εὐκαίρως–ἀκαίρως.
Ἡ ἱεραποστολή μας θά εἶναι ἡ καλυτέρα ἔκφρασις τῆς ἀγάπης μας πρός Ἐκεῖνον καί τήν Ἐκκλησίαν Του.
Από το ορθόδοξο ιεραποστολικό περιοδικό « ΠΟΡΕΙΑ ΑΓΑΠΗΣ», (Λάρισα 2410286524 / 6944277131)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου